34. Πολλοί άνθρωποι αγνοούν τον Θεό, τον εαυτό τους και τους εχθρούς της σωτηρίας τους, που έτσι εύκολα κυριεύουν αυτές τις αφώτιστες ψυχές και τις τραβούν προς την απώλεια.
35. Όταν η Γραφή λέγη στον εσωτερικό μας άνθρωπο: «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών» (Εφεσ. ε' 14), εννοεί τον πραγματικό ύπνο της ψυχής, που μοιάζει πολύ με τον συνηθισμένο ύπνο του σώματος. Και όταν η Εκκλησία ψάλλη: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;», εννοεί τον πραγματικό ύπνο της καρδιάς και δεν μιλά καθόλου αλληγορικά. Όταν το σώμα κοιμάται, παύει να έχει συναίσθησι. Έτσι και η ψυχή. Όταν κοιμάται, παύει να έχη συναίσθησι. Έτσι και η ψυχή. Όταν κοιμάται τον ύπνο της αμαρτίας, είναι αναίσθητη σε κάθε τι που αφορά την πίστι, την ελπίδα και την αγάπη.
Και όμως, ο Υιός του θεού ήλθε στον κόσμο για να μας ξυπνήση απ’ αυτόν τον πνευματικό ύπνο. Γι’ αυτόν τον σκοπό δίδαξε, θαυματούργησε, πέθανε πάνω στον Σταυρό, ανέστη, ανελήφθη. Η ψυχή του αμετανόητου αμαρτωλού δεν είναι σε θέσι να τα καταλάβη και να τα εκτιμήση αυτά. Δεν έχει την ικανότητα να νοιώση τις ευεργεσίες του Θεού. Κοιμάται βαθειά και δεν την απασχολούν καθόλου η πίστις, η ελπίδα και η αγάπη. Δεν φοβάται τον αδέκαστο Κριτή, τον ακοίμητο σκώληκα, το πυρ το εξώτερο. Κοιμάται και δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν αισθάνεται. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο σωματικός ύπνος αρχίζει με το θόλωμα της διανοίας. Πρώτη η διάνοια αποκοιμάται και ύστερα το σώμα. Τα μάτια κλείνουν και παύουν να βλέπουν. Τα αφτιά δεν ακούνε. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή που κοιμάται τον ύπνο της αμαρτίας. Αλλά η ψυχή είναι ικανή πάντως να βλέπη με τα μάτια τα δικά της, ακόμη και κατά τον ύπνο, καθώς είναι γραμμένο στο Άσμα Ασμάτων: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» (ε’ 2).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 32-33)