Κάποιος γέροντας από την έρημο του Χοζεβά της Πλαιστίνης, όσο ζούσε στο χωριό του, πήγαινε κρυφά τη νύχτα και έσπερνε με δικά του βόδια και δικό του σπόρο τα χωράφια των φτωχών συγχωριανών του.
Όταν ήρθε στην έρημο και κατοίκησε σ’ένα από τα κελλιά του Χοζεβά, έβγαινε καθημερινά στον ανηφορικό δρόμο που πηγαίνει από την Ιεριχώ στην Ιερουσαλήμ. Και σαν έβλεπε εξαντλημένο οδοιπόρο, έπαιρνε στους ώμους το φορτίο του και ανέβαζε μέχρι το όρος των Ελαιών. Και πάλι ξαναγύριζε από τον ίδιο δρόμο κουβαλώντας τα φορτία των άλλων, αν βέβαια τους συναντούσε, και τα έφερνε μέχρι την Ιεριχώ.
Έβλεπες λοιπόν τoν γέροντα να κουβαλά ιδρωμένος άλλοτε κανένα φορτίο και άλλοτε μικρά παιδιά, που είχαν αποκάμει. Άλλοτε πάλι καθόταν και επιδιόρθωνε τα παπούτσια των οδοιπόρων, αν είχαν φθαρεί, γιατί είχε τα απαραίτητα εργαλεία.
Έχοντας μαζί του επίσης πάντα ψωμί και νερό, άλλους ξεδίψαγε άλλους τους έτρεφε. Εάν συναντούσε κανέναν ρακένδυτο, του έδινε το δικό του ρούχο. Ακόμη κι αν έβρισκε κανένα νεκρό, του διάβαζε τη νεκρόσιμη ακολουθία και τον έθαβε.
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ’, σελ. 26-27)