Στήριγμα της οικογένειάς του.
Ο Αρσένιος έβλεπε συχνά την μητέρα του να κλαίη και να στενοχωριέται για τα αδέλφια του που ήταν στον πόλεμο. Αυτός ήταν η παρηγοριά και το στήριγμά της. Δεν κοίταξε να βολευτή, να γίνη μοναχός σε αυτή την δύσκολη περίοδο, διότι είχαν πολλή ανάγκη από την παρουσία του. «Ξενιτεία δεν είναι να βολευτώ εγώ και οι άλλοι τσιμέντο να γίνουν», θα πει αργότερα ο Γέροντας. Συνέχισε βέβαια να αγωνίζεται, αλλά ανέβαλε «άχρι καιρού» να «αποδώση τας ευχάς του τω Κυρίω».
Ανέλαβε όλες τις αγροτικές εργασίες του σπιτιού που ήταν πάρα πολλές. Προσέλαβαν έναν υπάλληλο που ήταν λίγο αναιδής. Ανέβαινε αυτός καβάλα στο άλογο και ο Αρσένιος πήγαινε με τα πόδια. Φαινόταν εκείνος αφεντικό και ο Αρσένιος εργάτης. Δεν του έλεγε ποτέ να δουλεύη, αλλά δούλευε αυτός πολύ και ο εργάτης όποτε είχε όρεξη. Όταν πήγαινε να βοσκήση τα ζώα, έβγαζε τα σαμάρια τους και πήγαινε με τα πόδια. Προτιμούσε να κακοπάθη και να κουράζεται ο ίδιος, παρά να κουράζη τα ζώα. Όταν τον ρωτούσαν γιατί τα βγάζει, απαντούσε, για να μην πιάνωνται στα κλαδιά. Στον θερισμό, όταν οι άλλοι το μεσημέρι ξεκουράζονταν, αυτός πήγαινε και μάζευε στάχυα για να ταΐση το αλογάκι τους. Τα σύκα, αντί να τα τρώη ο ίδιος, τα έδινε στα ζώα. Σκεφτόταν τα ζώα πιο πολύ από τον εαυτό του.
Αν και ο πόλεμος έκανε τον Αρσένιο να αναβάλη την αναχώρηση του, όμως ο ζήλος του δεν ψυχράνθηκε. Στους αγώνες και στις ασκήσεις προσέθετε νέους αγώνες και υψηλότερες ασκήσεις. Έβλεπε τα εθνικά πράγματα σε άσχημη κατάσταση. Σε λίγο θα τον καλούσαν να υπηρέτηση την Πατρίδα.
Στο εξωκκλήσι της άγιας Βαρβάρας παρακάλεσε την Παναγία: «Ας ταλαιπωρηθώ, ας κινδυνεύσω, μόνο να μη σκοτώσω άνθρωπο, και ν’ αξιωθώ να γίνω μοναχός».
Τότε έκανε τάμα, αν τον διαφυλάξη η Παναγία στον πόλεμο, να υπηρέτηση για τρία χρόνια το Μοναστήρι της που το έκαψαν οι Γερμανοί, και να βοηθήση να κτισθή πάλι η Ιερά Μονή Στομίου.
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 60-61).