Σαν θεομηνία σάρωναν τον Ε’ αιώνα οι Βάνδαλοι τις χώρες της Ευρώπης και άφηναν μόνο ερείπια στο πέρασμά τους. Η Ιταλία πέρασε τα πιο πολλά δεινά. Οι ωραιές πόλεις της αφανίζονταν η μια μετά την άλλη. Οι βάρβαροι αιχμαλώτιζαν τους πληθυσμούς και τους πουλούσαν στα λιμάνια της Αφρικής.
Στα ζοφερά εκείνα χρόνια ο άγιος Παυλίνος, ο επίσκοπος μιας πόλεως της Καμπανίας, ξόδεψε την περιουσία του και όλα τα χρήματα της επισκοπής του για την εξαγορά αιχμαλώτων. Το κακό όμως ήταν τόσο μεγάλο, που, και άν έμεινε μόνο με τα ρούχα που φορούσε, ο φιλάνθρωπος επίσκοπος δεν μπόρεσε να επαρκέσει για όλους.
Κάποια μέρα πήγε και τον βρήκε μια φτωχή χήρα με σπαραγμένη καρδιά. Έπιασαν τον μοναχογίο της αιχμάλωτο και ζητούσε από τον ελεήμονα επίσκοπο να τον απελευθερώσει. Οι θρήνοι της ράγιζαν ακόμη και τις πέτρες!
Εκείνος τη συμπόνεσε, έκλαψε μαζί της. Έψαξε και ξανάψαξε το αδεινό του σπίτι. Απελπισμένος διαπίστωσε ότι δεν είχε μείνει πια τίποτε για να δώσει. Ξαφνικά του ήρθε κάποια έμπνευση.
-Βλέπεις και εσύ η ίδια, είπε στην πονεμένη μητέρα, πως δεν μου έμεινε πια τίποτε για ν’ανακουφίσω τη δυστυχία που μας βρήκε για τις αμαρτίες μας. Ό,τι διαθέτω αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός μου. Ευχαρίστως τον προσφέρω για να πάρεις πίσω το παιδί σου.
Η απαρηγόρητη γυναίκα τα έχασε! Νόμιζε πως ο επίσκοπος την κορόϊδευε και ξέσπασε σε ασυγκράτητο αδυρμό. Της είπε τότε να τον ακολουθήσει. Πήγε μαζί του στον βάρβαρο που κρατούσε τον γίο της, και κατάπληκτη είδε πως κατόρθωνε να κάνει την ανταλλαγή...
Μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους οδηγήθηκε και ο άγιος Παυλίνος στην Αφρική. Όταν έγινε η διανομή, αυτόν τον κράτησε στην υπηρεσία του ο γαμπρός του ηγεμόνος των Βανδάλων και τον έβαλε να καλλιεργεί τον κήπο του.
Με μεγάλη επιμέλεια επιδόθηκε ο επίσκοπος στην εργασία που του ανέθεσαν. Κάθε μέρα έφερνε στο τραπέζι του αφέντη του περιποιημένα λαχανικά και φρούτα. Με την καλωσύνη και την εργατικότητά του κέρδισε την εκτίμησή του. Ο βάρβαρος θαυμαζε τη σοφία του και την πολυμάθεια του δούλου του. Με τον καιρό δημιουργήθηκε μια στενή φιλία μεταξύ του ξένου αιχμαλώτου και του νεαρού δούκα.
Ύστερα από πολύ χρόνο ο άγιος είπε στον κύριό του κάπως αινηγματικά:
-Είναι καιρός να φροντίσετε για την μελλοντική διοίκηση τουβασιλείου σας.
-Γιατί το λες αυτό, Παυλίνε; απόρησε ο δούκας.
Στην αρχή απέφυγε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Ύστερα όμως αναγκάστηκε να του φανερώσει πως του είχε αποκαλύψει ο Θεός τον επικείμενο θάνατο του ηλικιωμένου βασιλιά. Ο δούκας, αν και δεν το πολύ πίστεψε, το είπε στον πεθερό
του. Εκείνος πάλι,θέλησε από περιέργεια να γνωρίσει αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που άκουγε, καθώς έλεγε, τον Θεό να του ομιλεί.
-Έλα αύριο να φάμε μαζί το μεσημέρι και θα τον δείς στο τραπέζι μου, του είπε ο γαμπρός του.
Την άλλη μέρα ο βασιλίας πήγε στο παλάτι του δούκα. Ο άγιος Παυλίνος, όπως συνήθιζε πάντοτε, έφερε φρέσκα φρούτα στο τραπέζι. Σαν τον είδε ο βασιλιάς ταράχτηκε.
-Κάποιο μυστήριο κρύβει ο άνθρωπος αυτός! Ψιθύρισε στο αυτί του γαμπρού του.
Όταν ο επίσκοπος απομακρύνθηκε, του διηγήθηκε ένα παράξενο όνειρο που είχε δει την περασμένη νύχτα.
-Μου φάνηκε πως με πήγαν δεμένο στο κριτήριο, για να δικαστώ τάχα για όλες μου τις πράξεις. Ανάμεσα στους δικαστές μου, που ήταν πολλοί, βρισκόταν και τούτος ο άνθρωπος. Έδειχνε πως κατείχε ξεχωριστή θέση, γιατί πρόσταξε να πάρουν το σκύπτρο από τα χέρια μου και να με δείρουν με αυτό. Ρώτησε τον λοιπόν να σου φανερώσει ποιος είναι. Μα την αλήθεια δεν μου φαίνεται συνηθισμένοςάνθρωπος.
Παραξενεμένος ο δούκας από όσα άκουσε από το στόμα του πεθερού του, πήρε παράμερα τον αιχμάλωτο και άρχισε να τον εξετάζει για την πατρίδα και την καταγωγή του.
-Είμαι δούλος του Θεού, έλεγε ο άγιος, που εσυ δέχτηκες να τον κρατήσεις αντι του γιού μιας χήρας.
Ο δούκας όμως δεν ήθελε πια να πειστεί. Τον όρκισε λοιπόν με όρκους φοβερούς να του φανερώσει την αλήθεια. Έτσι αναγκάστηκε να φανερώσει πως ήταν επίσκοπος και πως θεληματικά παραδώθηκε αιχμάλωτος για την αγάπη του πλησίον του. Όταν άκουσε αυτές τις αποκαλύψεις ο κύριόςτου, τόσο τον ευλαβήθηκε, που έπεσε στη γή και του φίλησε τα πόδια! Ύστερα τα διηγηθηκε όλα στο βασιλιά. Και οι δύο μαζί τον κάλεσαν και του είπαν:
-Ζήτησέ μας ό,τι θέλεις, για να σε στείλουμε με πολλά δώρα, όπως σου ταιριάζει, πίσω στην πατρίδασου. Γιατί δεν αρμόζει να κρατάμε εδώ αιχμάλωτο έναν άνθρωπο σαν εσένα.
Ο άγιος Παυλίνος τους ευχαρίστησε για τις καλές του διαθέσεις, αλλά δεν δέχτηκε να πάρει δώρα.
-Σε τίποτε δεν θα μου χρησιμέυσουν, έλεγε. Αν όμως επιθυμείτε πραγματικά να κάνετε κάποιο καλό, ελευθερώστε όλους τους συμπατριώτες μου που κρατάτε εδώ αιχμαλώτους.
Οι ηγεμόνες δέχτηκαν ευχαρίστως. Έγιναν έρευνες σε όλο το βασίλειο, για να βρεθούν οι συμπατριώτες του αγίου. Αφού συγκέντρωσαν όλους, τους έστειλαν με πλοία στην πατρίδα τους μαζί με τον άξιο επίσκοπό τους. Τους έδωσαν και πολλά τρόφιμα και δώρα.
Ύστερα από λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε η προφητεία. Ο βασιλειάς πέθανε και τον διαδέχτηκε ο νεαρός δούκας, που σε όλη του τη ζωή θυμόταν τον άγιο επίσκοπο και την συγκινητική του θυσία.
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ.Παρακλήτου, τόμος γ’ ,σελ.27-31 )