442- ΔΙΑΘΗΚΗ.
Ο πατέρας πεθαίνει. Η σύζυγος, δίπλα του, σημειώνει τις τελευταίες του επιθυμίες. Αφήνω στον υιό μου Ματθαίο, το αυτοκίνητό μου.
-Και γιατί όχι στο Γιάννη; Θα του χρησίμευε στην εργασία του.
-Ας είναι, γράψτο στο Γιάννη…Οι μετοχές μου από την επιχείρησι Χ, να πάνε στον Ερρίκο.
-Θάκανες καλύτερα να τις έδινες στο Μιχάλη. Ο Ερρίκος θα τα σκορπούσε όλα σε δέκα μέρες.
-Καλά. Θέλω όμως η Σουζάννα να πάρη τα στολίδια.
-Μα, αφού η Σουζάνα δεν αγαπά τα στολίδια, δώσε τα λοιπόν στη Μαρία. Και ο πατέρας θυμώνοντας απότομα:
-Μα, δεν μου λες, γυναίκα, ποιος πεθαίνει, εσύ ή εγώ;
444- Ο,ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΘΑ ΣΟΥ ΚΑΝΟΥΝ.
Ήταν φτωχή η οικογένεια όπου είχε μεγαλώσει ο Αντρέας. Ο πατέρας του μόλις κατώρθωνε να τους συντηρή. Παρ’ όλη όμως τη φτώχεια του κατώρθωσε να τον σπουδάση. Πέρασαν χρόνια. Ο πατέρας γέρασε. Ο Αντρέας χάρις στη μόρφωσί του προώδευσε στη ζωή και σε λίγα χρόνια μέσα είχε δημιουργήσει οικογένεια. Είχε και ένα χαριτωμένο παιδάκι, τον Αντωνάκη. Ο πατέρας του Αντρέα, παππούς τώρα, είχε τόσο γεράσει που δεν κατώρθωνε καν να φάη, χωρίς να λερώνη κάθε φορά το τραπέζι ή να σπάζη το πιάτο. Έτσι που ο Αντρέας αναγκάστηκε να του φτιάξη ένα ξύλινο πιάτο και να του βάζη να τρώη στη μικρή καμαρούλα που χρησιμοποιόταν για αποθήκη. Γεράματα βλέπεις!... Μια μέρα ο Αντρέας είδε τον Αντωνάκη που έπαιζε με κάτι. Τον πλησίασε και τον ρώτησε: -Τι φτιάχνεις αυτού Αντωνάκη;
-Μπαμπά, φτιάχνω ένα ξύλινο πιάτο σαν κι αυτό του παππού, για να σου δίνω να τρώς όταν θα γεράσης, απήντησε με αφέλεια το μικρό.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 198-200 )