Διαβιβαστής φιλότιμος.
Το έτος 1948 στις 20 Απριλίου κλήθηκε να υπηρέτηση την Πατρίδα. Παρουσιάστηκε στην Κόρινθο, μετά δε από δύο ήμερες μετετέθη στο Κέντρο Βασικής Εκπαιδεύσεως Τριπόλεως και πήρε την ειδικότητα του διαβιβαστού. Κατόπιν πήρε μετάθεση στο Αγρίνιο. Τον ρωτούσαν:
— Τι μέσο έχεις και πήρες τόσο καλή ειδικότητα;
— Δεν έχω μέσο.
— Άστ’ αυτά.
— Έ..., τον Θεό, απαντούσε.
Και πράγματι «ην Κύριος μετ’ αυτού και ην ανήρ επιτυγχάνων».
Η αγάπη του προς τους άλλους έφθανε μέχρι θυσίας. Έκανε τις υπηρεσίες τους, εργαζόταν πολύ. Όταν κάποιος ζητούσε έξοδο, ο Αρσένιος πρόθυμα τον αντικαθιστούσε. Πολλοί εκμεταλλεύονταν την καλωσύνη του και τον θεωρούσαν κορόιδο. Ο ίδιος όμως ένιωθε χαρά από την θυσία και συγχρόνως εύρισκε ευκαιρία να μένη μόνος και να προσεύχεται. Ο Διοικητής του έλεγε: «Τι θα γίνει με αυτόν τον άνθρωπο (Αρσένιο); Δεν λέει ποτέ να ξεκουραστή».
Κάποτε είχε 39,5 πυρετό αλλά δεν ζήτησε να βγη ελεύθερος υπηρεσίας. Τελικά δεν άντεξε και έπεσε λιπόθυμος. Οι στρατιώτες τον έβαλαν στο φορείο για να τον πάνε στο Νοσοκομείο, και τον φώναζαν ειρωνικά με μοναχικά ονόματα: «Έ, Βενέδικτε, Ακάκιε». Είχαν καταλάβει ότι θα γίνει μοναχός. Η ειρωνεία όμως μετατράπηκε σιγά-σιγά σε εκτίμηση και θαυμασμό. Τους αλλοίωσαν ο τρόπος της ζωής του, η μεγάλη αγάπη και ο ακέραιος χαρακτήρας του. Δεν τον θεωρούσαν πλέον κορόιδο, αλλά θησαυρό και ευλογία για την Μονάδα.
Πάντως η ειδικότητα του ασυρματιστού τον απάλλαξε από την ένοπλη συμμετοχή στον πόλεμο, και έτσι, θεία χάριτι, διαφυλάχθηκε από το να φονεύση άνθρωπο. Προοιμίαζε δε και την μετέπειτα ιδιότητά του ως μοναχού, να στέλνη σήματα στον Θεό (να προσεύχεται).
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 65-66).