Η εξόφληση του χρέους.
Ο όσιος Ιωάννης ο Σαββαΐτης πήγε κάποτε να κοινοβιάση σ’ ένα μοναστήρι του Πόντου με πολύ σκληρούς και αυστηρούς πατέρες. Την πρώτη νύχτα της παραμονής του στο μοναστήρι εκείνο είδε στον ύπνο του ότι λογοδοτούσε σε κάποιους, που επέμεναν ότι χρωστούσε εκατό λίτρες χρυσού. Ξυπνώντας ερμήνευσε το όραμα και είπε στον εαυτό του:
- Καθώς βλέπεις, έχουμε να εξοφλήσουμε ένα μεγάλο χρέος!
Συμπλήρωσε λοιπόν ο όσιος τρία έτη σ’ αυτό το κοινόβιο, κάνοντας αδιάκριτη υπακοή και δεχόμενος από όλους θλίψεις και περιφρονήσεις. Τότε βλέπει πάλι στον ύπνο του κάποιον, ο οποίος του έδωσε απόδειξη ότι εξώφλησε δέκα λίτρες από το χρέος του. Όταν ξύπνησε, κατάλαβε τη σημασία του οράματος και είπε:
- Μόνο δέκα; Και πότε άραγε θα κατορθώσω να εξοφλήσω όλο το χρέος μου; Χρειάζομαι ακόμη περισσότερο κόπο και εξουθένωσι!
Άρχισε από τότε να υποκρίνεται τον τρελό, χωρίς όμως να αμελή καθόλου τα διακονήματά του. Οπότε και οι αυστηροί εκείνοι πατέρες, επειδή τον έβλεπαν σ’ αυτή την κατάσταση, του επέβαλλαν όλα τα βαρύτερα έργα της μονής.
Αφού λοιπόν υπέμεινε σ’ ένα τέτοιον αγώνα δεκατρία έτη, είδε πάλι στον ύπνο του εκείνους που είχαν έρθει στην αρχή, να του υπογράφουν την τελειωτική εξόφλησι του χρέους!
(Κλίμαξ)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, τόμος Β΄, Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 42-43).