391- ΠΟΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΣ.
Ωραία μέρα, είπαν σ’ ένα γεωργό.
-Αλλ’ άσχημη για τις πατάτες, απάντησε εκείνος.
Την επόμενη που έβρεχε, του είπαν:
-Καλή μέρα για τις πατάτες.
-Αλλά καταστροφή για το σιτάρι, απάντησε ο γκρινιάρης και αχάριστος γεωργός!
396- ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΕΚΑ.
Από τους δέκα λεπρούς που ιάτρευσε ο Ιησούς, μόνο ένας γύρισε πίσω να τον ευχαριστήση και αυτός ήταν Σαμαρείτης. Ακόμη και ο Ιησούς παρεπονέθη για την αχαριστία τους.
-Δεν καθαρίσθηκαν και οι δέκα; Που είναι οι εννέα; Δε βρέθηκε κανένας να δώση δόξα στον Θεό, παρά μόνον ο αλλογενής αυτός;
401- ΠΩΣ ΝΑ ΣΗΚΩΝΩΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΜΑΣ.
Ένας αγρότης, Κυρηναίος το όνομα, την ημέρα του πάθους του Χριστού, επέστρεφε κατάκοπος από τα χωράφια του. Στο δρόμο συνήντησε τη συνοδεία, που πήγαινε να σταυρώση το Χριστό. Ο Χριστός είχε αποκάμει και δεν μπορούσε πια να προχωρήση. Οι στρατιώτες σταμάτησαν το διαβάτη και τον υποχρέωσαν να βοηθήση το Χριστό. Ο Κυρηναίος στην αρχή στενοχωρέθηκε, διαμαρτυρήθηκε, ζήτησε να φύγη, αλλά στο τέλος πείσθηκε να βοηθήση τον άγνωστο γι’ αυτόν κατάδικο· πήρε, χωρίς νέες διαμαρτυρίες, το σταυρό του Χριστού και τον έφερε ως το Γολγοθά.
Ο Κυρηναίος είναι και δικό μας υπόδειγμα. Ο Κυρηναίος δεν πήγε σε αναζήτησι του σταυρού, αλλά όταν βρέθηκε στην ανάγκη δεν μπόρεσε να ξεφύγη, δέχθηκε να σηκώση το σταυρό του Χριστού.
Ούτε και μείς, είμεθα υποχρεωμένοι να πάμε σε αναζήτησι του σταυρού, αλλ’ όταν η ανάγκη και οι περιστάσεις μας το επιβάλλουν δεν έχομε παρά γενναία, πρόθυμα, αποφασιστικά να τον σηκώσωμε.
Υπήρξαν βέβαια άγιοι, που πήγαν σε αναζήτησι του σταυρού. «Ακόμα περισσότερα βάσανα, ακόμα περισσότερα», έλεγε ο μεγάλος ιεραπόστολος των Ινδιών Φραγκίσκος Ξαβέριος. Και η Θηρεσία της Άβιλα: «Ή να υποφέρω ή να αποθάνω». «Χωρίς σταυρό, τι σταυρός», συνεπλήρωνε ο μακάριος ντε Μοντφόρ, αλλά τούτο είναι εξαίρεσις και ο Θεός δε ζητά απ’ όλους τέτοιους ηρωισμούς.
Μπορούμε κι έχομε το δικαίωμα να ζητήσωμε από το Θεό να μας απαλλάξη από το σταυρό μας. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, το άφθαστο υπόδειγμά μας, ζήτησε από τον Πατέρα του: «Πάτερ, εί δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», αλλά όταν δούμε το θέλημα του Θεού, οφείλομε να το δεχθούμε και με υποταγή και προθυμία να ανακράξωμε: «Ού το εμόν θέλημα, αλλά το σόν γενέσθω». «Γενηθήτω το θέλημά Σου».
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 175-180 )