ιη’. Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον Αββά Θεόδωρο, λέγοντας: «Θέλω Να φέρω σε πέρας τις εντολές». Και του λέγει ο γέρων για τον Αββά Θεωνά ότι είχε πῆ και εκείνος: «θέλω να φέρω σε πέρας ό,τι καλό μου εμπνέει ο Θεός». Πηγαίνει λοιπόν στο αρτοποιείο και φτιάχνει ψωμιά. Και όταν του τα ζήτησαν οι φτωχοί, τους τα δίνει. Του ζητούν και άλλοι, τους δίνει τα ζεμπίλια και το ιμάτιο που φορούσε. Μπαίνει έτσι στο κελλί του, ζωσμένος με το μαφόρι. Αλλά και έτσι πάλι μεμφόταν τον εαυτό του, λέγοντας ότι δεν είχε εφαρμόσει ως πέρα την εντολή του Θεού.
ιθ’. Αρρώστησε κάποτε ο Αββάς Ιωσήφ και έστειλε να ειδοποιήσουν τον Αββά Θεόδωρο, λέγοντας: «Έλα να σε δω πριν εγκαταλείψω το σώμα». Και ήταν μεσοβδόμαδο. Και δεν πήγε. Έστειλε δέ να του πουν: «Αν μείνης έως το Σάββατο, έρχομαι. Αν φύγης, τότε θα ειδωθούμε στην άλλη ζωή».
κ’. Ένας αδελφός λέγει στον Αββά Θεόδωρο: «Πες μου δυο λόγια, γιατί χάνομαι». Και μόλις μετά βίας του αποκρίνεται: «Εγώ κινδυνεύω και τι μπορώ να σου πω;».
κα’. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Θεόδωρο ζητώντας του να μάθει να πλέκει φοινικοβλαστούς. Και του έφερε και τα σχοινιά. Ο δε γέρων του λέγει: «Πήγαινε και έλα εδώ το πρωί». Και σηκώθηκε ο γέρων, έβρεξε τα σχοινιά και ετοίμασε το προκαταρτικό πλέξιμο λέγοντας: «Έτσι και έτσι θα κάνης». Και τον άφησε. Και μπήκε στο κελλί του ο γέρων και κάθισε εκεί. Όταν δε ήλθε η ώρα, του έβαλε να φάγη και τον ξεπροβόδισε. Έρχεται πάλι το πρωϊ. Και του λέγει ο γέρων: «Πάρε τα υλικά σου και πήγαινε. Γιατί ήλθες να με βάλης σε πειρασμό και σε φροντίδα». Και δεν τον άφησε πλέον μέσα.
κβ’. Είπε ο μαθητής του Αββά Θεόδωρου, ότι ήλθε κάποτε ένας όπου πουλούσε κρεμμύδια και μου γέμισε ένα σταμνί. Και του λέγει ο γέρων: «Γέμισε του το με σιτάρι και δόστο του». ήταν δε δυό σωροί από σιτάρι, ο ένας παστρεμένος και ο άλλος απάστρευτος. Και του έδωσα από τον απάστρευτο. Ο γέρων το είδε αυτό και λυπήθηκε. Και από τον φόβο μου, έπεσα και έσπασα το σταμνί. Και του έβαλα μετάνοια. Και ο γέρων μου λέγει: «Σήκω, δεν φταίς εσύ, αλλά εγώ που σου το είπα». Και μπαίνοντας ο γέρων, γέμισε τον κόρφο του με σιτάρι παστρεμένο και του το έδωσε μαζί με τα κρεμμύδια.
κγ’. Πήγε κάποτε ο Αββάς Θεόδωρος μ΄ έναν αδελφό να βγάλουν νερό. Και φτάνοντας ο αδελφός πρώτος στην πηγή, είδε μεγάλο φίδι. Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, πάτησε του το κεφάλι». Αλλά φοβήθηκε και δεν πήγε. Ήλθε δε ο γέρων. Και βλέποντας τον το ερπετό, πήρε δρόμο για την έρημο, καταντροπιασμένο.
κδ’. Ρώτησε κάποιος τον Αββά Θεόδωρο: «Αν ξαφνικά γίνη σεισμός, θα φοβηθείς και εσύ, Αββά;» Του λέγει ο γέρων: «Και ο ουρανός να πέσει στη γη, ο Θεόδωρος δεν φοβάται. Γιατί είχε παρακαλέσει τον Θεό να τον απαλλάξη από την δειλία. Για αυτό και τον ρώτησε.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.95-96)