Σε ένα γυναικείο μοναστήρι συνέβη το εξής περιστατικό. Κάποιος κοσμικός ράφτης πέρασε τον ποταμό από άγνοια και ζητούσε δουλειά· μία αδελφή από τις νεότερες που βρέθηκε έξω μόνη της (ο τόπος είναι έρημος), τον συνάντησε τυχαία και έδωσε στο ερώτημά του για δουλειά την απάντηση:
- Εμείς έχουμε δικές μας ράφτρες.
Μία άλλη που είδε αυτή την συνάντηση, μετά από καιρό και σε στιγμή φιλονεικίας από διαβολική ενέργεια, με πολλή πονηριά και πάνω στον αναβρασμό του θυμού της, τή συκοφάντησε στην Αδελφότητα για τη συνάντηση, με την οποία συμμάχησαν και μερικές άλλες αλλά όχι με πολλή κακία.
Εκείνη λυπήθηκε πάρα πολύ που δέχτηκε μία τέτοια συκοφαντία για κάτι που ούτε καν είχε σκεφτεί, και μην μπορώντας να δεχτεί το πράγμα, έπεσε κρυφά στο ποτάμι και πέθανε με αυτόν τον τρόπο.
Ερχόμενη σε συναίσθηση η συκοφάντρια και σκεπτόμενη ότι από κακία τη συκοφάντησε και διέπραξε αυτό το μιαρό κακό στην Αδελφότητα, πήγε και απαγχονίστηκε και αυτή μη υποφέροντας το πράγμα.
Όταν πήγε ο πρεσβύτερος του τα ανήγγειλαν αυτά οι άλλες αδελφές και αυτός διέταξε να μη γίνει για αυτές καμία ακολουθία. Στις άλλες που γνώριζαν το πράγμα και δεν ηρέμησαν τη συκοφάντρια, αλλά πίστεψαν στα λόγια της, απαγόρευσε να κοινωνήσουν για επτά χρόνια.
(ΕΠΕ,Λαισαϊκή Ιστορία σελ. 221)