Ένας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μας, αποφάσισε κάποτε να επισκεφτεί έναν Άγιο ερημίτη. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος που τον βασάνιζε και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα. Τον συνάντησε σε μία φτωχική καλύβα.
- Ευλογείτε, είπε χαιρετώντας τον ερημίτη. Ξέρετε έκανα πολύ δρόμο για να έρθω εδώ…
- Κάθισε, τον διέκοψε ο γέροντας. Άσε με να σου βάλω λίγο τσάι.
- Έχω περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού…, άρχισε να αυτοσυστήνεται ο επισκέπτης.
- Ας πιούμε πρώτα λίγο τσάι, επέμεινε ο γέροντας.
- Τώρα διευθύνω μία μεγάλη επιχείρηση…, συνέχιζε να περιαυτολογεί ο ξένος.
- Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ, είπε ο ερημίτης συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του.
- Μα εσείς την ξεχειλίσατε πάτερ· το τσάι χύνεται απέξω! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος.
- Και εσύ μοιάζεις με αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας. Αν δεν αδειάσεις, ευλογημένε, έστω λίγα από αυτά που κουβαλάς, πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα που ξέρω;
("Μηνύματα από την λυχνία", τόμος Γ΄, αρχιμ. Βαρνάβα Λαμπροπούλου, σσ. 26-27)