ΈΝΑΣ πλούσιος ειδωλολάτρης οδηγήθηκε στον Χριστό από ένα Χριστιανό Ιερέα. Λίγο πριν λάβει το άγιο Βάπτισμα, είπε στον Ιερέα πως επιθυμούσε να μοιράσει ελεημοσύνη στους φτωχούς. Ο Ιερέας τον πήρε μαζί του να επισκεφθούν τις πιο φτωχικές συνοικίες της πόλεως, για να δει ο πλούσιος με τα μάτια του την δυστυχία. Χτύπησαν την πόρτα μιας ετοιμόρροπης καλύβας. Βρήκαν έναν νέο παράλυτο κι από τα δυό του πόδια, καθισμένο πάνω σ’ ένα αχυρένιο στρώμα, να πλέκει με πολύ κόπο ψαθί. Το πρόσωπό του όμως έλαμπε από μια εσωτερική χαρά, που του προξενούσε η εγκαρτέρηση στην βασανιστική αρρώστια. Στην καλύβα δεν βρισκόταν άλλο τίποτε από το αχυρένιο στρώμα.
Ανατρίχιασε ο πλούσιος από την φτώχεια που απλωνόταν μπροστά του, κι άνοιξε το πουγγί του να δώσει γενναίο φιλοδώρημα στον άρρωστο, ικανό να του εξασφαλίσει για πολύ καιρό μια ανετη ζωή. Εκείνος όμως με πολλή ευγένεια αρνήθηκε:
- Ο Θεός να σε ανταμείβει για την αγάπη σου, αδελφέ, του είπε, αλλά όπως βλέπεις έχω όσα μου χρειάζονται. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του που μου στέλνει τούτα τα βάγια να βγάζω με τον κόπο μου το καθημερινό μου ψωμί. Τα παραπανίσια, δίχως άλλο, θα με βλάψουνε.
Γεμάτος θαυμασμό για την αρετή του νέου ο άρχοντας κι ο Ιερέας, δεν θεώρησαν σωστό να επιμείνουν. Έφυγαν μακριά. Βρήκαν ένα μικρό κορίτσι ως δέκα χρόνων, ντυμένο με κουρέλια που μόλις μπορούσαν να κρύψουν την γύμνια του.
Τους είπε πώς ήταν ορφανή από πατέρα και ζούσε με την μητέρα της. Ο πλούσιος έβγαλε να της δώσει ελεημοσύνη, μα η μικρή κόρη αρνήθηκε:
- Η μητέρα βρήκε σήμερα δουλειά και θα φέρει ψωμί να φάμε.
Την ρώτησαν για την εργασία της μητέρας της και είπε πως ξενόπλενε. Δεν άργησε ωστόσο να φανεί κι η βασανισμένη χήρα, κατάκοπη από την σκληρή δουλειά.
Ο άρχοντας την παρακάλεσε να δεχτεί την προσφορά του. Η χήρα όμως δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει:
- Ο Θεός φροντίζει κάθε μέρα για μας, άρχοντά μου, του είπε. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να Τον αντικαταστήσεις τώρα εσύ;
Έφυγε κι από κει ο πλούσιος, παίρνοντας μεγάλο δίδαγμα από την αφιλοχρηματία των φτωχών και την απόλυτη εμπιστοσύνη τους στον Θεό.
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στην Ραϊθώ ένας πλούσιος Χριστιανός και μοίρασε στους ασκητές από ένα χρυσό νόμισμα. Την ίδια νύχτα, ένας απ’ αυτούς είδε στον ύπνο του πως βρέθηκε σ’ ένα απέραντο χωράφι γεμάτο αγκάθια. Κάποιος αξιωματικός, που στεκόταν παράμερα, τον πρόσταζε:
- Πάρε τούτο το δρεπάνι, Αββά, και θέρισε το χωράφι του πλουσίου που σε πλήρωσε σήμερα.
Μόλις ξημέρωσε, πήρε το νόμισμα ο ασκητής και το πήγε στον δωρητή:
- Πάρε τα λεφτά σου, αδελφέ, του είπε, γιατί δεν ευκαιρώ να θερίζω ξένα αγκάθια. Είθε να προλάβω να ξεριζώσω τα δικά μου.
ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ μοναχοί, λέει ένας από τους Γέροντες, δεν δέχονται πράγμα από κανένα.
Οι μέσοι δεν ζητούν μόνοι τους, αλλά αν τους δώσει κανείς από δική του προαίρεση, δεν αρνούνται.
Οι ασθενείς όμως, που δεν μπορούν να εργάζονται, ας ζητούν τα πολύ αναγκαία, με μεγάλη ταπείνωση, κατηγορώντας διαρκώς γι’ αυτό τον εαυτό τους.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 47-48)