- Γέροντα, με δυσκολεύει μια αδελφή.
- Ξέρεις τί γίνεται; Πολλοί βλέπουν σε τί τους δυσκολεύουν οι άλλοι, και όχι σε τί δυσκολεύουν εκείνοι τους άλλους. Απαιτήσεις έχουν μόνον από τους άλλους, όχι από τον εαυτό τους. Η λογική όμως της πνευματικής ζωής είναι να εξετάζης σε τί δυσκολεύεις εσύ τους άλλους και όχι σε τί σε δυσκολεύουν οι άλλοι· να βλέπης τί αναπαύει τον άλλον και όχι τί αναπαύει εσένα. Για ανάπαυση ήρθαμε σε αυτήν την ζωή; για βόλεμα; Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν ήρθαμε για να καλοπεράσουμε· ήρθαμε να ξεσκονισθούμε και να ετοιμασθούμε για την άλλη ζωή.
Αν σκεφτώμαστε μόνον τον εαυτό μας και κάνουμε μόνον αυτό που αναπαύει εμάς, θέλουμε μετά να μας σκέφτωνται οι άλλοι, θέλουμε όλοι να μας εξυπηρετούν, θέλουμε όλοι να μας βοηθούν..., συνέχεια δηλαδή θέλουμε, και καταλήγουμε στο βόλεμα του εαυτού μας. «Εμένα έτσι με βολεύει» ο ένας, «εμένα αλλιώς με βολεύει» ο άλλος, και τελικά ο καθένας αναπαύεται σ’ αυτό που τον βολεύει, αλλά ανάπαυση δεν βρίσκει, γιατί η πραγματική ανάπαυση έρχεται από την ανάπαυση του άλλου.
Στην Κατοχή, το 1941, επειδή οι Γερμανοί έμπαιναν στα χωριά, έβαζαν φωτιές και σκότωναν, είχαμε φύγει από την Κόνιτσα και είχαμε ανεβή στο βουνό. Την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στην Κόνιτσα, τα δύο αδέλφια μου είχαν πάει νωρίς το πρωί κάτω στον κάμπο, στο χωράφι που είχαμε καλαμπόκια, να σκαλίσουν. Μόλις άκουσα ότι έφθασαν οι Γερμανοί, λέω στην μητέρα μου: «Θα πάω στο χωράφι να τους ειδοποιήσω». Εκείνη δεν μ’ άφηνε, γιατί όλοι της έλεγαν: «Οι άλλοι έτσι κι αλλιώς είναι χαμένοι. Μήν το αφήνης κι αυτό να πάη, γιατί θα χαθή κι αυτό». Που να ακούσω εγώ! Φοράω τα άρβυλα και τρέχω κάτω στον κάμπο. Από την βία μου όμως δεν τα έδεσα καλά καί, καθώς περνούσα μέσα από ένα ποτισμένο χωράφι, κόλλησαν τα άρβυλα στην λάσπη. Τα αφήνω και τρέχω ξυπόλυτος μέσα από την ποταμιά που ήταν γεμάτη τριβόλια. Περίπου μία ώρα, καλοκαίρι μέσα στην ζέστη, έτρεχα ξυπόλυτος πάνω στα τριβόλια, αλλά ούτε καν καταλάβαινα πόνο. Φθάνω στο χωράφι μας, πάω κοντά στα αδέλφια μου εκεί που σκάλιζαν. «Ήρθαν οι Γερμανοί, τους λέω, πάμε να κρυφτούμε». Οπότε βλέπουμε τους Γερμανούς να έρχωνται με τα όπλα. «Συνεχίστε, τους λέω, να σκαλίζετε με τις τσάπες κι εγώ θα κάνω πώς αραιώνω τα καλαμπόκια και ξεβοτανίζω». Πέρασαν λοιπόν οι Γερμανοί και δεν μας πείραξαν· δεν μας είπαν τίποτε. Ύστερα είδα ότι τα πόδια μου από τα τριβόλια είχαν γίνει όλο πληγές· μέχρι τότε δεν είχα καταλάβει τίποτε. Εκείνο το τρέξιμο είχε χαρά! Είχε την χαρά της θυσίας. Να άφηνα τα αδέλφια μου; Αν δεν έτρεχα και πάθαιναν κάτι, μετά θα ήταν για μένα βάσανο. Και ασυνείδητος να ήμουν, θα είχα μετά το βάσανο του βολέματος.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 45-47)