Ο τόσο υψηλός και μεγάλος Θεός επιθύμησε μία πόρνη. Πόρνη επιθύμησε ο Θεός; Ναι, πόρνη· εννοώ την ανθρώπινη φύση… Και τι κάνει;
Δεν στέλνει σε αυτήν κάποιο δούλο, δεν στέλνει Άγγελο, δεν στέλνει Αρχάγγελο, δεν στέλνει τα Χερουβίμ, δεν στέλνει τα Σεραφίμ, αλλά έρχεται ο Ίδιος, Εκείνος που την ερωτεύεται… Έρχεται προς την πόρνη και δεν ντρέπεται. Έρχεται στην καλύβα της…
Και πώς έρχεται; Όχι με γυμνή την ουσία, αλλά γίνεται αυτό που ήταν η πόρνη, όχι κατά την διάθεση, αλλά στη φύση, για να μην τον δει η πόρνη και τρομάξει, για να μην απομακρυνθεί για να μην φύγει. Έρχεται προς την πόρνη και γίνεται άνθρωπος…
Όμως την βρίσκει γεμάτη πληγές, εξαγριωμένη, φορτωμένη από δαίμονες. Και τι κάνει; Την πλησιάζει. Εκείνη Τον είδε και έφυγε. Τι φοβάστε; λέει ο Χριστός. Δεν είμαι κριτής, αλλά Ιατρός. Δεν ήλθα για να κρίνω τον κόσμο αλλά για να σώσω τον κόσμο…
Έρχονται οι Μάγοι και Τον προσκυνούν αμέσως. Έρχεται η πόρνη και γίνεται παρθένος…
Και τι κάνει έπειτα; Παίρνει την πόρνη και την αρραβωνιάζεται. Και τι δίνει σε αυτήν; Δακτυλίδι. Ποιο; Το Άγιο Πνεύμα.
Έπειτα λέει: δεν σε φύτεψα στον Παράδεισο; Απαντά: ναι. Και πώς ξέπεσες από εκεί; Ήρθε ο διάβολος και με πήρε από τον Παράδεισο. Φυτεύτηκες στον παράδεισο και σε έβγαλε έξω. Λοιπόν σε φυτεύω μέσα μου… Σε βαστάζω μέσα μου εγώ ο Κύριος του ουρανού…
Βαστάζει ο Χριστός την δική μας φύση και πλησιάζει ο διάβολος και νικιέται
(ΕΠΕ 33,136-140)