600- ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΚΟΥΤΙ.
Σε μια εκκλησία ενός χωριού, τέσσερις αράχνες συναντήθηκαν κι άρχισαν ψιλή κουβέντα:
-Τι κακό το δικό μου, είπε η πρώτη. Δεν είμαι καθόλου τυχερή. Είχα υφάνει τον ιστό μου κάτω από μια κανδήλα και χθες το απόγευμα ήρθε ο κανδηλανάφτης και μου τον χάλασε.
-Εγώ, είπε η δεύτερη, έπαθα τα ίδια. Είχα κατασκευάσει το δικό μου πάνω στο μεγάλο βιβλίο που είναι πάνω στο βήμα, όταν ένας μαυροφορεμένος ήρθε να διαβάση και μου κατάστρεψε το έργο.
-Εγώ, πήρε το λόγο η τρίτη, είχα πλέξει τον ιστό μου κάτω από το αναλόγι. Ετοιμαζόμουν να ησυχάσω, όταν ήρθαν οι ψάλτες και αναγκάστηκα να φύγω.
-Ήμουν πιο τυχερή εγώ, λέγει τότε η τέταρτη, ξέρω, βλέπετε, και διαλέγω τα μέρη. Να, εκεί κάτω, στην πόρτα της εκκλησίας πηγαίνω και κρύβομαι στο σκοτεινό άνοιγμα του κουτιού εκείνου που προορίζεται να δέχεται τις εισφορές των πιστών. Κάθε μέρα πολλοί περνούν. Τους φοβούμαι, είναι αλήθεια, μα κανένας ως τα σήμερα δεν έρριξε ούτε ένα βλέμμα στο έργο μου. Σας συμβουλεύω, λοιπόν, τη θέσι αυτή, γιατί είναι η πιο ασφαλής.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 273 )