"Η εμπειρία του Βασιλείου είναι προσωπική· δεν την είδε, δεν την άκουσε, την έπαθε ο ίδιος, όπως βεβαιώνει ο Γρηγόριος Νύσσης. Από την πρώτη εποχή της αναχωρήσεώς του ο Βασίλειος εργάστηκε σκληρά και για αυτό καρποφόρα. Μελέτη των γραφών, σπουδή της Παραδόσεως και άσκηση τον απορροφούσαν ολοκληρωτικά. Οι ώρες του ύπνου έμειναν ελάχιστες, η άσκηση τον απάλλασσε από τα πάθη, ο νους έμαθε να προσηλώνεται στις θείες αλήθειες και όλα να καθαρίζονται από τις εξωτερικές επιδράσεις. Έτσι γινόταν ικανότερος να εισέρχεται όλο και πιο βαθιά στην αλήθεια.
Την κατεξοχήν καθαρή και υψηλή προσευχή την έκανε τα βράδια και τις νύχτες για πολλές ώρες. Συνήθως μετά την ανάγνωση της Γραφής. Στην εργασία τούτη δεν ήταν πολλά χρόνια. Ίσως μόνο ένα χρόνο. Εν τούτοις η έντονη άσκηση και η πολύωρη προσευχή έφεραν γρήγορα τη θεία χάρη. Ο αρχάριος μοναχός τυλίγεται τη νύχτα με φως. Το πνεύμα του, ολόκληρος, κατακλύζεται από άπλετο και γλυκύτατο φως. Έτσι απρόσμενα, ξαφνικά.
… Αφέθηκε να ζει σε άφατη αγαλλίαση. Ζούσε στο Θεό και ο Θεός ήταν στο πνεύμα του! Οι στιγμές γλυκύτατες. Το πνεύμα του σκληρού αγωνιστή Βασιλείου ήταν τώρα μακάριο, αισθανόταν και είχε μόνο την εμπειρία του Θεού. Τίποτα γύρω του δεν τον ενοχλούσε. Δεν πεινούσε, δεν διψούσε.
Η εξαίσια τούτη κατάσταση της θείας έλλαμψης ήταν οπωσδήποτε σπάνια. Μα συνέβη μερικές φορές ώστε να την αντιληφθούν και αυτοί που περνούσαν κοντά στο σπιτάκι του Βασιλείου. Έτσι μία νύχτα που ο Άγιος είχε δοθεί στη νοερή προσευχή χαριτώθηκε πάλι με το θείο φως. Πάλι στο νου του άστραψε το φως. Πάλι καταλήφθηκε από μακαριότητα. Τούτη όμως τη φορά το φως που άστραψε ήταν αλλιώτικο, δεν φώτιζε μόνο το πνεύμα του, έγινε λάμψη και δυνατό πυρ που φώτιζε ολόκληρο το σπίτι. Έπρεπε να το δουν και άλλοι.
Αν δεν ήξερε κανείς ότι μέσα εκεί λιώνει στην προσευχή ένας μοναχός, θα νόμιζε ότι το σπίτι πήρε φωτιά. Έλαμπε ολόκληρο χωρίς να καίγεται· καιγόταν χωρίς να καταστρέφεται. Πόσο θαυμαστός είσαι Κύριε! Πόσο μεγάλη χάρη δίνεις στον άνθρωπο! Πόσο μεγάλος γίνεται ο άνθρωπος κοντά σου!"
(Η ζωή ενός Μεγάλου, Στυλιανού Παπαδόπουλου, σ. 138-139)
«Εγκατέλειψε και ο Βασίλειος τους θορύβους της πόλης και το βροντοκόπημα από τα υλικά πράγματά της και ζούσε στην εσχατιά φιλοσοφώντας για το Θεό. Καταφώτισε τον Μωυσή το φως της βάτου. Μπορούμε να πούμε και για αυτόν κάτι συγγενικό με αυτήν την οπτασία. Ήταν νύχτα και γίνεται μία λάμψη από φως ενώ προσευχόταν στο σπίτι. Το φως εκείνο είχε άυλη φύση και καταφώτιζε το σπίτι με τη θεία δύναμη, χωρίς να το ανάβει κάποιο καύσιμο υλικό… Πολλές φορές καταλάβαμε ότι εισερχόταν και μέσα στον γνόφο, όπου ήταν ο Θεός. Ό,τι οι άλλοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, σε εκείνον το έκανε κατανοητό η διδασκαλία του Πνεύματος, ώστε να φαίνεται πως βρίσκεται μέσα στην περιοχή του γνόφου, όπου μέσα κρύβεται ο Θεός».
(Γρηγορίου Νύσσης, ΕΠΕ, τόμος 11, σ. 305,309)