Αν έχω εξασφαλίσει το ψωμί της ημέρας, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, και μου φέρει κανείς, και μάλιστα κοσμικός, κι αλλά τρόφιμα, καταλαβαίνω πως από τον πειρασμό γίνεται τούτο, που θέλει να με ρίξει στην απληστία, και δεν τα δέχομαι. Αν καμιά φορά βρίσκομαι σε πραγματική ανάγκη, ο Θεός μου στέλνει, με κάποιον καλό άνθρωπο, εκείνα που χρειάζομαι, όπως έστειλε στον Δανιήλ, στον λάκκο των λεόντων, τροφή με τον προφήτη Αββακούμ. Όταν έχω χρήματα και τα κρατώ, ενώ περιμένω να με συντηρούν οι άλλοι, μοιάζω με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που περιφρόνησε την Χάρη Του Χριστού για την αγάπη των χρημάτων.
ΛΕΝΕ για κάποιο πολύ φτωχό Ερημίτη πως, όταν του πήγαινε κανένας αδελφός λίγο φαί και τύχαινε να του πάει κι άλλος την ίδιά μέρα, δεν κρατούσε το δεύτερο, λέγοντας:
- Μ’ έθρεψε σήμερα ο Κύριός μου. Μου αρκεί αυτό.
ΑΝ ο Κύριός μου θέλει να ζω, συνήθιζε να λέει ο Αββάς Φορτάς, που ήταν χρόνια κατάδικος από βασανιστική αρρώστια, ξέρει πως να με οικονομεί. Αν πάλι δεν θέλει, μου είναι περιττή η ζωή. Έτσι ζούσε με μεγάλη στέρηση και δεν έπαιρνε από κανένα ελεημοσύνη.
Όταν κάποιος μου κάνει μια δωρεά, έλεγε άλλη φορά, όχι για την αγάπη του Θεού αλλά από καθήκον, αν την πάρω αδικώ τον δωρητή, γιατί ούτε εγώ μπορώ να την ανταποδώσω ούτε από τον Θεό έχει άμοιβή.
ΚΑΘΩΣ περπατούσε στην έρημο ένας νέος υποτακτικός, βρήκε ένα ξύλο, που πριν από λίγο είχε πέσει από μια φορτωμένη καμήλα.
Το σήκωσε και το πήγε στην καλύβα του.
- Πού το βρήκες; τον ρώτησε ο Γέροντάς του.
- Στον δρόμο, αποκρίθηκε ο νέος.
- Αν το έφερε μπροστά στα πόδια σου τυχαία ο άνεμος, έχει καλώς, του είπε ο Γέροντας. Αν όμως το έχασε κανένας άνθρωπος, πήγαινε να το ρίξεις εκεί που το βρήκες, για να μην καταδικαστείς με τους άδικους.
Έτσι, ο νέος το πήγε πίσω στην θέση που το είχε βρει.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 49-50)