- Τι φταίει, Γέροντα, και δεν είμαι πάντοτε ειρηνική;
- Δεν ελευθερώθηκες από τον εαυτό σου, είσαι σκλάβα στον παλαιό σου άνθρωπο. Κοίταξε να πετάξης τον εαυτό σου, γιατί, αν δεν πετάξης τον εαυτό σου, θα σε πετάξη ο εαυτός σου. Όποιος έχει φιλαυτία, δεν μπορεί να έχη ανάπαυση, ειρήνη ψυχής, γιατί δεν είναι εσωτερικά ελεύθερος. Είναι σαν την χελώνα και το περπάτημά του είναι σαν της χελώνας. Βγάζει ελεύθερα το κεφάλι της η χελώνα; Τον περισσότερο καιρό μένει κλεισμένη στο καβούκι της.
- Νομίζω, Γέροντα, ότι θεωρητικά πιάνω τον εαυτό μου, στην πράξη όμως...
- Η εφαρμογή είναι δύσκολη· εκεί ζορίζεται ο παλαιός άνθρωπος. Αν όμως δεν ζορίσουμε φιλότιμα τον παλαιό μας άνθρωπο, θα μας ανατινάξη την πνευματική μας οικοδομή.
- Γέροντα, πώς είναι η κόλαση;
- Θα σου πω μια ιστορία που είχα ακούσει. Κάποτε ένας απλός άνθρωπος παρακαλούσε τον Θεό να του δείξη πώς είναι ο Παράδεισος και η κόλαση. Ένα βράδυ λοιπόν στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να του λέη: «Έλα, να σου δείξω την κόλαση». Βρέθηκε τότε σε ένα δωμάτιο, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι και στην μέση ήταν μια κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Όλοι όμως οι άνθρωποι ήταν πεινασμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να φάνε. Στα χέρια τους κρατούσαν από μια πολύ μακριά κουτάλα· έπαιρναν από την κατσαρόλα το φαγητό, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν την κουτάλα στο στόμα τους. Γι’ αυτό άλλοι γκρίνιαζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν... Μετά άκουσε την ίδια φωνή να του λέη: «Έλα τώρα να σου δείξω και τον Παράδεισο». Βρέθηκε τότε σε ένα άλλο δωμάτιο όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι ίδιο με το προηγούμενο και στην μέση ήταν πάλι μια κατσαρόλα με φαγητό και είχαν τις ίδιες μακριές κουτάλες. Όλοι όμως ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι, γιατί ο καθένας έπαιρνε με την κουτάλα του φαγητό από την κατσαρόλα και τάιζε τον άλλον. Κατάλαβες τώρα κι εσύ πώς μπορείς να ζης από αυτήν την ζωή τον Παράδεισο;
Όποιος κάνει το καλό, αγάλλεται, διότι αμείβεται με θεϊκή παρηγοριά. Όποιος κάνει το κακό, υποφέρει και κάνει τον επίγειο παράδεισο επίγεια κόλαση. Έχεις αγάπη, καλωσύνη; Είσαι άγγελος και, όπου πας ή σταθής, μεταφέρεις τον Παράδεισο. Έχεις πάθη, κακία; Έχεις μέσα σου τον διάβολο και, όπου πας ή σταθής, μεταφέρεις την κόλαση. Από εδώ αρχίζουμε να ζούμε τον Παράδεισο ή την κόλαση.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σ. 47-48)