Ευεργετεί και συκοφαντείται
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Έκανα έρανο μεταξύ των στρατιωτών και αγόρασα καντήλια και μανουάλια για κάποιο εξωκκλήσι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί κοντά είχε καταυλισμό η διλοχία μας.
»Ήρθαν χειμώνα καιρό οι μεταγωγικοί (χωρικοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά) με τα ζώα και μας έφεραν προμήθειες. Επειδή χάλασε ο καιρός και άρχισε να χιονίζη, κάθησαν να διανυκτερεύσουν σε πρόχειρες ελάτινες σκηνές.
«Κάποιος Ανθυπολοχαγός κτηνώδης ενωχλούσε μια νέα. Εκείνη η καημένη προτίμησε να πεθάνη παρά να αμαρτήση. Έφυγε και την ακολούθησε και μια ηλικιωμένη. Βάδιζαν μέσα στα χιόνια και βρέθηκαν στο εξωκκλήσι, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Έμειναν έξω, κάτω από το υπόστεγο τρέμοντας από το κρύο.
»Την ίδια νύχτα μου ήρθε ξαφνικά ένας επίμονος λογισμός να πάω στο εξωκκλήσι να ανάψω τα καντήλια. Το χιόνι είχε φθάσει τα ογδόντα εκατοστά περίπου. Πήγα και χωρίς να γνωρίζω τι προηγήθηκε, βρήκα έξω από το εξωκκλήσι τις δύο γυναίκες μελανιασμένες από το κρύο. Τις έδωσα από ένα γάντι, άνοιξα την πόρτα, μπήκαν μέσα και αφού συνήλθαν κάπως, διηγήθηκαν τα σχετικά. "Εγώ", είπε η νέα, "έκανα ό,τι μπορούσα. Από εκεί και πέρα, ας κάνη και ο Θεός τα υπόλοιπα".
»Τις συμπόνεσα τις καημένες και αυθόρμητα τις είπα: "Τελείωσαν τα βάσανά σας. Αύριο θα πάτε στα σπίτια σας", όπως και συνέβη».
Ο Ανθυπολοχαγός όταν έμαθε ότι ο Αρσένιος τις βοήθησε και σώθηκαν, ίσως για να καλύψη την ενοχή του, διέδιδε συκοφαντικά ότι ο Εζνεπίδης έβαλε στην Εκκλησία τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια. Τον κάλεσε ο Διοικητής σε απολογία. «Τόσο ασυνείδητος είμαι, κ. Διοικητά, να βάλω τους μεταγωγικούς με τα μουλάρια μέσα στην Εκκλησία;», είπε. Όμως δεν φανέρωσε την υπόθεση του ένοχου ανθυπολοχαγού· απολογήθηκε μόνον επειδή τον κατηγόρησαν για καταφρόνηση του οίκου του Θεού.
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 70-71).