517- ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΩΦΕΛΗΘΗΣ Ή ΝΑ ΒΛΑΒΗΣ.
Στην άκρη μιας λίμνης βρίσκονταν πολλά βατράχια και μερικοί κύκνοι. Ξαφνικά ακούεται ένας κρότος. Παρευθύς οι κύκνοι πέταξαν ψηλά και τα βατράχια τρομαγμένα βούτηξαν στο βούρκο.
Αυτή είναι μια εικόνα της ζωής. Για πολλούς οι δοκιμασίες, που στέλνει ο Θεός είναι μια αφορμή να εξυψωθούν προς το Θεό, για άλλους γίνονται αφορμή να ριχθούν στην απελπισία.
519- Ο ΠΙΟ ΕΛΑΦΡΥΣ ΣΤΑΥΡΟΣ.
Κάποιος φτωχός ταξιδιώτης, αναφέρει μια πολύ παλιά ιστορία, γεμάτος από βάσανα και πολύ δυσαρεστημένος απ’ τη δυστυχισμένη του ζωή, έφθασε ένα βράδυ κατακουρασμένος σε μια μεγάλη πολιτεία. Με δυσκολία βρήκε ένα μικρό καταφύγιο για να περάση τη νύχτα. Στον ύπνο του είδε ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόταν σε μια απέραντη αίθουσα γεμάτη από σταυρούς με διάφορες διαστάσεις και βάρη. Αίφνης ακούει μια φωνή να του λέγη: «Διάλεξε το σταυρό που σου αρέσει. Άφησε το δικό σου και πάρε εκείνον που προτιμάς. Να ξέρης όμως πως ο καθένας έχει υποχρέωσι να φέρνη ένα σταυρό». Ο ταξιδιώτης αφήνει τον δικό του κι αρχίζει να σηκώνη διάφορους άλλους σταυρούς. Τους ζύγιζε, τους ξαναζύγιζε, όλοι του φαινόταν πολύ βαρείς. Άλλος ήταν υπερβολικά μεγάλος, άλλος με αιχμηρές προεξοχές κι άλλος ασήκωτος. Στο τέλος βρίσκει μερικούς σταυρούς που γιάλιζαν σα μάλαμα, τους ζύγισε, μα κι αυτοί βρέθηκαν πάρα πολύ βαρείς. Έπειτα από αρκετή ώρα συνάντησε ένα σταυρό που είχε το ανάστημά του και βάρος αρκετά υποφερτό. Τον σήκωσε όχι με μεγάλη δυσκολία και προσεχτικά τον παρατήρησε. Πόση όμως έκπληξι δοκίμασε, όταν διαπίστωσε πως ήταν ο δικός τους σταυρός, που στην αρχή είχε παρατήσει…
520- ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΑΓΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.
Συνέβηκε σε κάποιον, που είχε πολλά πλούτη, αλλά λίγο μυαλό, να τα χάση όλα σε λίγο διάστημα. Απελπισμένος όπως ήταν άρχισε να γυρνά τα χωριά για να βρη τρόπο να ξανακάνη τα πλούτη του. Περνώντας από ένα χωριό είδε ένα χωρικό, που ανασκάλιζε το γρασίδι με το δίκρανο.
-Γιατί, τον ρωτά, δεν αφήνεις ήσυχο το γρασίδι σου;
-Για να μη μουχλιάση, του απαντά ο χωρικός.
Πάει πιο κάτω και βρίσκει ένα γεωργό που ζευγάριζε.
-Γιατί ανοίγεις τα σπλάγχνα της γης; Τον ρωτά.
-Δεν καταλαβαίνεις; του απαντά εκείνος. Για να αερισθή το χώμα, να το δη ο ήλιος και πιο εύκολα να μπορέσω να σπείρω.
Πάει ακόμα πιο πέρα και βλέπει ένα αμπελουργό να κλαδεύη τα αμπέλια του.
-Τι κάνεις αυτού; τον ρωτά.
-Δεν βλέπεις; του απαντά. Αφαιρώ ό,τι άχρηστο υπάρχει σε κάθε κλήμα και το κλαδεύω για να ξεπετάξη την άνοιξι πιο μεγάλα και δυνατά κλαδιά.
Τότε άνοιξαν τα μάτια του απελπισμένου. «Θεέ μου, φώναξε, εγώ είμαι το χορτάρι, που ανασηκώνεις για να μη μουχλιάσω. Εγώ είμαι το χώμα, που σκάβεις για να με ετοιμάσης να δεχθώ τη χάρι σου. Εγώ είμαι το κλήμα, που περιποιείσαι για να δώση περισσότερο και καλύτερο καρπό».
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως)