«Δεν ζητούμε να νικήσουμε (τους αιρετικούς), αλλά να τους δεχτούμε κοντά μας ως αδελφούς, για τον χωρισμό των οποίων σπαράζει η καρδιά μας» (Γρηγόριος Θεολόγος)
«Και ας ομολογούμε μέχρι την τελευταία μας αναπνοή την καλή κληρονομιά των αγίων Πατέρων, που βρίσκονταν πλησιέστερα προς τον Χριστό και την αρχική πίστη, την ομολογία (Σύμβολο Πίστης) που μας έχει συνοδεύσει από την παιδική μας ηλικία και την οποία είπαμε για πρώτη φορά και με την οποία θα αναχωρήσουμε μαζί από την ζωή αυτή, αντλώντας από αυτήν, αν όχι τίποτα άλλο, τουλάχιστον την ευσέβεια» (Γρηγόριος Θεολόγος Λόγος ΙΑ,ΕΠΕ 1,296)
«Εκείνους οι οποίοι φρονούν τα αντίθετα, ως διαφθορείς της αλήθειας, όσο μεν είναι δυνατόν, ας τους δεχόμαστε μαζί μας και ας τους θεραπεύουμε. Εκείνους όμως οι οποίοι είναι ανίατα ασθενείς, ας τους αποφεύγουμε για να μην μεταδοθεί ενδεχομένως και σε μας η ασθένειά τους προτού τους μεταδώσουμε την υγεία μας» (Γρηγορίου θεολόγου ΕΠΕ 1, 269-271)
«Είναι καλύτερος ο επαινετός πόλεμος από ειρήνη που χωρίζει από το Θεό. Και για αυτό το Πνεύμα οπλίζει τον πράο μαχητή ώστε να μπορεί να πολεμάει όπως πρέπει» «Είναι καλύτερη από εμπαθή ομόνοια, η διάσταση χάριν της ευσέβειας» (Γρηγόριος Θεολόγος,PG 35,488C,736AB)
«Ούτε είμαστε ειρηνικοί εναντίον του λόγου της αλήθειας, παραλείποντας κάτι για να μας δοξάσουν ως επιεικείς, διότι δεν κυνηγάμε με κακό τρόπο το καλό, και ειρηνεύουμε μαχόμενοι νόμιμα και εντός των δικών μας όρων και των κανόνων του Πνεύματος» (Γρηγόριος Θεολόγος,PG 36,473)
«Με κανέναν τρόπο δεν ανεχόμαστε να σαλευτεί από κάποιον η πίστη που ορίστηκε, δηλαδή το Σύμβολο της πίστης, ούτε έστω και μία συλλαβή να παραβεί κάποιος, ενθυμούμενοι αυτού που λέει «μη μετακινείς όρια αιώνια τα οποία τοποθέτησαν οι πατέρες σου»» (Γρηγορίου Θεολόγου στον Κύριλλο Αλεξανδρείας, PG 77,180D)
«Προηγουμένως, όταν στασίαζαν εναντίον μας τα μέλη και κοβόταν και διαχειριζόταν σε κομμάτια το σώμα του Χριστού με τέτοιο τρόπο ώστε να διασκορπίζονται σχεδόν τα οστά μας κοντά στον Άδη… και όταν ο πονηρός διάβολος είχε κάνει όλον δικό του τον αδιαίρετο και αχώριστο και εξ’ ολοκλήρου υφαντό χιτώνα, αφού είχε κατορθώσει αυτό, το οποίο δεν είχε κατορθώσει να πετύχει με εκείνους οι οποίοι σταύρωσαν τον Χριστό, με την βοήθεια τη δική μας…» (ΕΠΕ 1,227)
«Δεν επαινέσαμε την έχθρα, αλλά αποδεχτήκαμε τον ζήλο τους. Διότι η διαφορά και η διάσπαση χάριν της ευσεβείας, είναι καλύτερη από ομόνοια γεμάτη με πάθη» (ΕΠΕ 1,247)
«και ας μη νομίσει κάνεις ότι λέω ότι πρέπει να αγαπάει κανείς την κάθε είδους ειρήνη (διότι όπως γνωρίζω ανταρσίες πολύ καλές, έτσι γνωρίζω και πολύ βλαβερή ομόνοια)· εννοώ μόνο την καλή ομόνοια η οποία συνδέει με το Θεό… εκεί μεν όπου είναι φανερά τα σημάδια της ασέβειας, είναι προτιμότερο να παραδώσει κάνεις τον εαυτό του στη φωτιά, στο μαχαίρι, σε φοβερές περιστάσεις και σε τυράννους, ή και σε όλα αυτά μαζί, παρά να γίνει συμμέτοχος στην πονηριά και να κατακρημνιστεί μαζί με εκείνους οι οποίοι ζουν στην κακιά. Και δεν πρέπει να φοβάται κανείς τίποτα από όλα περισσότερο από το να φοβηθεί κάτι άλλο πριν από το Θεό και να προδώσει εξαιτίας του τα λόγια της πίστης του και τα λόγια της αλήθειας, τα οποία υπηρετούν πράγματι την αλήθεια» (ΕΠΕ, 1,265)
«Έχουν ούτοι (οι αιρετικοί) τους οίκους, ημείς τον ένοικον˙ ούτοι τους ναούς, ημείς τον Θεόν˙ έχομεν μάλιστα το ότι είμεθα ναοί του ζώντος Θεού και ζώντες, έμψυχα σφάγια, ολοκαυτώματα λογικά, τέλεια θύματα, θεοί δια Τριάδος προσκυνουμένης. Ούτοι έχουν λαόν, ημείς αγγέλους˙ ούτοι θράσος, ημείς πίστιν˙ ούτοι την απειλήν, ημείς την προσευχήν˙ ούτοι να κτυπούν, ημείς να υποφέρωμεν˙ ούτοι χρυσόν και άργυρον, ημείς καθαρόν λόγον. Κατεσκεύασες εις εαυτόν διώροφα και τριώροφα (γνώρισε τα λόγια της Γραφής) , οίκον με υπερώα, στολισμένον με παράθυρα; Αλλ’ αυτά δεν είναι υψηλοτέρα της πίστεώς μου και των ουρανών προς τους οποίους μεταφέρομαι. Είναι μικρόν το ποίμνιόν μου; Αλλά δεν οδηγείται εις τους κρημνούς. Είναι στενή η μάνδρα; Όμως είναι απλησίαστος από λύκους, απείρακτος από ληστήν, άβατος από κλέπτας και ξένους. Θα την ίδω και πλατυτέραν, είμαι βέβαιος. Πολλούς από τους σημερινούς λύκους πρέπει να τους συναριθμήσω με πρόβατα, ίσως και με ποιμένας. Τούτο μου ευαγγελίζεται ο ποιμήν ο καλός, δια τον οποίον εγώ δίδω την ψυχήν μου υπέρ των προβάτων. Δεν φοβούμαι το μικρόν ποίμνιον, διότι επιτηρείται ευκόλως˙ διότι γνωρίζω τα ιδικά μου και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου. Τοιαύτα είναι τα γνωρίζοντα τον Θεόν και γνωριζόμενα από τον Θεόν. Τα ιδικά μου πρόβατα ακούουν την φωνήν μου, την οποίαν ήκουσα από τα θεία λόγια, εδιδάχθην από τους αγίους πατέρας, την οποίαν εδίδαξα όλον τον καιρόν ομοίως, μη συμμορφούμενος με τους καιρούς, και δεν θα παύσω να διδάσκω, με την οποίαν συνεγεννήθην και συναπέρχομαι. Τα πρόβατα καλώ με το όνομά των… και με ακολουθούν, διότι τα εκτρέφω εις πηγάς δροσιστικού ύδατος . Ακολουθούν δε πάντα τοιούτον ποιμένα, του οποίου βλέπετε πόσον ευχαρίστως ήκουσαν την φωνήν˙ ξένον όμως δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι ήδη έχουν διαγνωστικήν ικανότητα οικείας και ξένης φωνής». (ΕΠΕ 2, 117-119)
«Δεν θα σε αρνηθώ, Πάτερ άναρχε˙ δεν θα σε αρνηθώ, μονογενές Λόγε˙ δεν θα σε αρνηθώ, άγιον Πνεύμα. Γνωρίζω εις ποιον ομολόγησα πίστιν˙ ποιον απεκήρυξα και εις ποιον συνετάχθην. Δεν δέχομαι να έχω διδαχθή τους λόγους του πιστού, και να μάθω τους του απίστου˙ να έχω ομολογήσει την αλήθειαν, και να προσεταιρισθώ το ψεύδος˙ να έχω κατέλθει (στο νερό του βαπτίσματος) δια να τελειωθώ, και να ανέλθω ατελέστερος˙ να έχω βαπτισθή δια να ζήσω, και να νεκρωθώ εις το ύδωρ, όπως τα έμβρυα τα αποθανόντα κατά τας ωδίνας και λαβόντα μαζί με την γέννησιν σύντροφον τον θάνατον. Τι με καθιστάς μακάριον και συγχρόνως άθλιον, νεοφώτιστον και αφώτιστον, θείον και άθεον, δια να χάσω εις το ναυάγιον και την ελπίδα της αναπλάσεως; Ο λόγος είναι βραχύς˙ να ενθυμήσαι την ομολογίαν» (ΕΠΕ 2, 121-123)
«Να θεωρείς ως συντρόφους σου αυτούς που έχουν αυτές τις γνώμες και διδάσκουν έτσι˙ έτσι τους θεωρούμε κι εμείς. Όποιους όμως πιστεύουν διαφορετικά να τους αποστρέφεσαι και να τους θεωρείς ξένους κι από το Θεό κι από την καθολική Εκκλησία… Κι αν κάποιος δε συμφωνεί μ’ αυτά ή τώρα ή ύστερα, αυτός θα δώσει λόγο στο Θεό κατά την ημέρα της κρίσεως»(ΕΠΕ 7,197)
«Όταν μεν πολεμιόμασταν είχαμε γίνει ισχυρότεροι από τους διωγμούς και είχαμε ομονοήσει, μετά όμως από τη συγκέντρωσή μας έχουμε χωριστεί. Ποιος σωστά σκεπτόμενος δεν θα θρηνούσε για την παρούσα κατάσταση; Ποιος θα μπορούσε να βρει λόγια ικανά να περιγράψουν το μέγεθος της συμφοράς; Να ειρηνεύουν μεν οι ληστές, τους οποίους έχει συνδέσει η κακιά… και εμείς να είμαστε ανίκανοι να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον και να ομονοήσουμε και να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε, ούτε να βρεθεί κάποιος λόγος ο οποίος να μπορεί να θεραπεύσει αυτήν την ασθένεια, αλλά σαν διδάσκαλοι και οπαδοί της κακιάς και όχι της αρετής, να βρίσκουμε μεν πολλές αφορμές για πρόκληση διάσπασης και συγκρούσεων και να φροντίζουμε ελάχιστα ή και καθόλου για την ομόνοια. … Και ποια είναι η αιτία; Ορισμένες φορές η αγάπη για την εξουσία, ή ο φθόνος, ή το μίσος, ή η υπερηφάνεια, ή κάτι από εκείνα τα οποία δεν βλέπουμε να παθαίνουν ούτε και αυτοί ακόμα οι άθεοι» (ΕΠΕ 1,335-337)