ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (+373)
«Επειδή όμως το τέλος του Αρείου δεν ήρθε τόσο απλά, για αυτό είναι άξιο να το διηγηθούμε. Όταν η ομάδα του Ευσέβιου απειλούσε να τον δεχτεί στην Εκκλησία, ο μεν επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης Αλέξανδρος δεν συμφωνούσε ο δε Άρειος στηριζόταν στη βία και τις απειλές του Ευσέβιου, διότι ήταν Σάββατο και περίμενε ότι την επομένη θα συμφιλιωθεί. Έγινε λοιπόν μεγάλη μάχη, όταν εκείνοι μεν απειλούσαν, ο δε Αλέξανδρος προσευχόταν. Αλλά ο Κύριος ο οποίος στάθηκε δίκαιος κριτής αποφάσισε εναντίον των αδίκων. Διότι πριν ακόμα δύσει ο ήλιος, όταν υποχρεώθηκε από σωματική ανάγκη να βρεθεί στο ουρητήριο, εκεί έπεσε κάτω, και έτσι έχασε αμέσως και τα δύο, και την κοινωνία και την ζωή. Και ο μεν μακαρίτης Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε αυτό θαύμασε, διότι είδε πώς αυτός αποδείχθηκε επίορκος σε όλους δε έγινε πλέον φανερό ότι οι μεν απειλές των φίλων του Ευσέβιου εξασθένησαν, η δε ελπίδα του Αρείου υπήρξε μάταιη. Αποδείχτηκε λοιπόν για άλλη μία φορά ότι η αρειανική αίρεση κατέστη υπό του Σωτήρος ακοινώνητη και εδώ και στην εν ουρανοις πρωτότοκο εκκλησία». (Μ.Αθανασιου, προς επισκόπους Αιγύπτου, ΕΠΕ 10,71-73)
«Να, εμείς μεν αποδεικνύουμε ότι η άποψη αυτή πέρασε από τη μία γενιά των Πατέρων στην άλλη. Eσείς όμως νέοι Ιουδαίοι και μαθητές του Καϊάφα, ποιους άραγε έχετε να δείξετε πατέρες των λόγων σας; Κανέναν από τους σοφούς και συνετούς δεν μπορείτε να αναφέρετε, διότι όλοι σας αποστρέφονται εκτός από μόνον τον διάβολο. Πράγματι, μόνος αυτός είναι ο πατέρας της αποστασίας σας, αυτός έσπειρε ευθύς εξ’ αρχής την ασέβεια αυτή μέσα σας και σας πείθει τώρα να βρίζετε την Οικουμενική Σύνοδο» (Μέγας Αθανάσιος, απευθύνεται στους Αρειανούς, ΕΠΕ 9, 107)
«Όσαι εκ των αιρέσεων απεμακρύνθησαν από την αλήθειαν και επενόησαν δια αυτάς τας ιδίας την παραφροσύνην είναι φανεραί, και η ασέβειά των ολοφάνερη εις όλους από παλαιά. Διότι το ότι απεμακρύνθησαν από μας αυτοί που εφεύρον αυτάς τας πλάνας είναι δυνατόν να αποδειχθή, όπως έγραψεν ο μακάριος Ιωάννης ότι το φρόνημα αυτών ούτε ποτέ υπήρξεν ούτε τώρα είναι σύμφωνον με το ιδικόν μας. Δια τούτο και, όπως είπεν ο Σωτήρ, αφού δεν συναθροίζουν μαζί με μας, σκορπίζουν με τον διάβολον, με το να παρακολουθούν αυτούς που κοιμούνται, ώστε αφού ενσπείρουν το καταστρεπτικόν των δηλητήριον, να έχουν εξασφαλίσει δια λογαριασμόν των αυτούς που θα αποθάνουν μαζί των.
Επειδή δε μία από τας αιρέσεις, η τελευταία, η οποία ενεφανίσθη τώρα ως πρόδρομος του αντίχριστου, η ονομαζόμενη αρειανή, καθώς είναι ύπουλη και παμπόνηρη, παρετήρησεν ότι αι παλαιότεραι εκ των αδελφών της αιρέσεις κατεδικάσθησαν φανερά, υποκρίνεται, όπως ο πατήρ της ο διάβολος, και ενδύεται με αγιογραφικά ρητά και προσπαθεί πάλιν να εισέλθη εις τον παράδεισον της Εκκλησίας, δια να εμφανισθή ως δήθεν Χριστιανή και να εξαπατήση έτσι μερικούς, ώστε να σκέπτωνται εναντίον του Χριστού, βασιζομένη εις τους υποθετικούς παραλογισμούς της διότι τίποτε εύλογον δεν υπάρχει εις αυτήν. Και ήδη βεβαίως παρέσυρε μερικούς ανοήτους, οι όποιοι όχι μόνον ημάρτησαν με την ακοήν, αλλά και, όπως η Εύα, έλαβαν και εγεύθησαν, ώστε πλέον με την άγνοιάν των να θεωρούν το πικρόν γλυκύ, και την αποτροπαίαν αίρεσιν να ονομάζουν καλήν. Δια τούτο εθεώρησα αναγκαίον, επειδή και σείς με παρεκαλέσατε, να διαλύσω τον ισχυρόν θώρακα της βρωμεράς αυτής αιρέσεως και να φανερώσω την δυσωδίαν της μωρίας της. Έτσι, όσοι είναι ακόμη έξω απ’ αυτήν να την αποφύγουν ακόμη περισσότερον, όσοι δε εξηπατήθησαν υπ’ αυτής να μετανοήσουν, και με ανοικτά τα μάτια της καρδίας των να καταλάβουν ότι, όπως το σκοτάδι δεν είναι φως ή το ψεύδος αλήθεια, έτσι ούτε η αρειανική αίρεσις είναι καλή. Αλλά και όσοι τους ονομάζουν Χριστιανούς σφάλλουν πολύ, διότι αυτοί ούτε τας Γραφάς έχουν μελετήσει, ούτε τον Χριστιανισμόν και την πίστιν του γνωρίζουν καθόλου. Τι είδαν λοιπόν εις την αίρεσιν αυτήν, το οποίον ομοιάζει προς την αληθινήν πίστιν και επιμένουν ότι εκείνοι δεν διδάσκουν κανένα κακόν; Εις την πραγματικότητα τούτο είναι ωσάν να ονομάζουν Χριστιανόν και τον Καϊάφαν, και να συγκαταλέγουν ακόμη μεταξύ των αποστόλων τον προδότην Ιούδαν, και να λέγουν, ότι εκείνοι που εζήτησαν την απελευθέρωσιν του Βαραββά αντί του Σωτήρος δεν έκαναν κανένα κακόν
… Οι μακάριοι λοιπόν απόστολοι υπήρξαν διδάσκαλοι μας και εκήρυξαν το Ευαγγέλιον του Σωτήρος, δεν ελάβαμεν όμως το ονομά των, αλλ’ εκ του ονόματος του Χρίστου και είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί. Όσοι δε ανάγουν εις άλλους την αρχήν της πίστεως, την όποιαν θεωρούν ορθήν, λαμβάνουν, ως είναι φυσικόν, εξ αυτών και την ονομασίαν, εφ΄ όσον έχουν γίνει πλέον ιδικοί των. Ούτως, επειδή όλοι ημείς εκ του Χριστού είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί, εξεδιώχθη κάποτε ο Μαρκίων, διότι επενόησεν αίρεσιν. Και όσοι μεν παρέμειναν με αυτόν που τον απέβαλεν από την Εκκλησίαν έμειναν Χριστιανοί, όσοι όμως ηκολούθησαν τον Μαρκίωνα δεν ωνομάσθησαν πλέον Χριστιανοί, αλλά Μαρκιωνισταί» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α,2, ΕΠΕ 2,29-33)
«Αυτά είναι κομμάτια από τα παραμυθάκια που ευρίσκονται εις το γελοίον σύγγραμμα του Αρείου. Ποιος λοιπόν δεν θα εμισούσε δικαίως τον Άρειον ως παίζοντα θέατρον εις την σκηνήν, δι’αυτά τα θέματα, εάν ήκουεν αυτά τα λόγια και τας μελωδίας της Θαλίας. Ποιος δεν τον θεωρεί ωσάν τον όφιν που συνεβούλευε την γυναίκα, επειδή εμφανίζεται να ονομάζη Θεόν και να ομιλή περί Θεού; Ποιος δε, όταν διαβάζη τα παρακάτω, δεν βλέπει την ασέβειαν του, όπως και την μετά ταύτα πλάνην του όφεως, εις την οποίαν παρέσυρε με δόλον την γυναίκα; Ποιος δεν εξανίσταται δι’ αύτού του είδους τας βλασφημίας; Ο ουρανός λοιπόν εξεπλάγη, όπως λέγει ο προφήτης, και η γη έφριξεν, ένεκα της παραβάσεως του νόμου, ο δε ήλιος ηγανάκτησε περισσότερον, και, επειδή δεν υπέφερε τότε τους κατά του κοινού Δεσπότου όλων ημών προκληθέντας σωματικούς εξευτελισμούς, τους οποίους ο ίδιος υπέστη με την θέλησίν του, έστρεψεν εις άλλην κατεύθυνσιν το πρόσωπόν του και απετράβηξε τας ακτίνας του, έτσι ώστε άφησεν εκείνην την ημέραν χωρίς ήλιον. Πώς λοιπόν προκειμένου περί των βλασφημιών του Αρείου δεν θα καταληφθή σύμπασα η ανθρωπότης από αφασίαν και δεν θα κλείση τα αυτιά και τα μάτια, δια να μη ημπορέση ούτε να ακούση αυτού του είδους τας βλασφημίας, ούτε να ιδή αυτόν ο οποίος τας έγραψε;… Δια τον λόγον λοιπόν αυτόν και η οικουμενική σύνοδος εξεδίωξεν από την Εκκλησίαν τον Άρειον, ο οποίος εδίδασκεν αυτά, και τον ανεθεμάτισε, διότι δεν ημπορούσε να ανεχθή την ασέβειαν. Έτσι πλέον εχαρακτηρίσθη αίρεσις η κακοδοξία του Αρείου και επειδή έχει και κάτι περισσότερον από τας άλλας αιρέσεις, ωνομάσθη και χριστομάχος και εθεωρήθη πρόδρομος του Αντίχριστου…. ας μάθουν από τας Γραφάς, ότι και ο διάβολος, ο οποίος εσοφίσθη τας αιρέσεις, λόγω της δυσωδίας που έχει η κακία του, δανείζεται τας λέξεις των Γραφών, ώστε έχων αυτάς ως επικάλυμμα να σπείρη πάλιν υπούλως το δηλητήριον του και να εξαπατά έτσι τους απονηρεύτους. Έτσι εξηπάτησε την Εύαν. Έτσι εξύφανε και τας άλλας αιρέσεις. Έτσι και τώρα έπεισε τον Άρειον να ομιλήση και να αντιταχθή δήθεν κατά των αιρέσεων, δια να επιβάλη έτσι λαθραίως την ιδικήν του αίρεσιν.» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α,2, ΕΠΕ 2,43-47)
«δια να μη προσέχουν την βρωμιάν της αιρέσεως, όσοι προσηλυτίζονται απ’ αυτούς εξαπατώμενοι από την υποκρισίαν και τας υποσχέσεις. Πώς λοιπόν δεν είναι και κατά τούτο πάλιν άξια μίσους η αίρεσις, αφού και από τους ίδιους τους οπαδούς της κρύπτεται, καθώς δεν έχει θάρρος να εμφανισθή δημοσίως, και περιθάλπεται όπως ο όφις…. το μόνον που απομένει να λεχθή ακόμη είναι ότι τα παρέλαβαν από του διαβόλου και δια τούτο έχουν τόσην μανίαν (διότι μόνος αυτός είναι που σπέρνει αυτά), εμπρός να αντικρούσωμεν αυτόν. Διότι μέσω αυτών των αιρετικών αγωνιζόμεθα εναντίον εκείνου, ώστε με την βοήθειαν του Κυρίου και με την δια των ελέγχων,ως συνήθως, κατανικήσω αυτού, να εντραπούν καθώς θα βλέπουν πλέον χωρίς δύναμιν αυτόν που ενέσπειρεν εις αυτούς τήν αίρεσιν, και δια να πληροφορηθούν, έστω και αργά, ότι, εφ΄ όσον είναι Αρειανοί, δεν είναι Χριστιανοί. (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,55-57)
«Τα ίδια λοιπόν έπαθαν οι χριστομάχοι και δια τούτο έχουν περιπέσει εις αποκρουστικήν αίρεσιν. Διότι εάν είχαν κατανοήσει ορθώς και το πρόσωπον και το πράγμα και τον χρόνον του αποστολικού ρητού, δεν θα ασεβούσαν τόσο πολύ αναφέροντες τα ανθρώπινα εις την θεότητα, οι ανόητοι» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,185)
«Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να επινοή κανείς πράγματα απέχοντα από την αλήθειαν, ούτε ότι οφείλει, επειδή εις την αναζήτησιν προκύπτουν απορίαι, να μη πιστεύη εις όσα είναι γραμμένα. Διότι είναι καλύτερον να έχωμεν απορίας και παρά ταύτα να σιωπώμεν και να πιστεύωμεν, παρά να μη πιστεύωμεν, επειδή εχομεν απορίας. Διότι εκείνος που απορεί, ημπορεί κατά κάποιον τρόπον και να συγχωρηθή, καθόσον ηρεμεί τελείως αφού ερευνήση. Εκείνος όμως ο οποίος, επειδή απορεί, επινοεί δια τον εαυτόν του αυτά που δεν πρέπει, και ισχυρίζεται περί του Θεού όσα είναι ανάξια αυτού, θα έχη ασυγχώρητον την καταδίκην δια την τόλμην του. Ημπορεί δηλαδή και δι’ αυτάς τας απορίας να εύρη κάποιαν ανακούφισιν από τας θείας γραφάς, ώστε να εκλαμβάνη μεν ορθώς αυτά που είναι γραμμένα» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,317)
«Και άλλων λοιπόν αιρέσεων, αι οποίαι αναφέρουν μόνον τα ονόματα, αλλά δεν πιστεύουν ορθώς, όπως έχει λεχθή, και ούτε έχουν σταθεράν πίστιν, το βάπτισμα που χορηγούν είναι ανώφελον, καθ’ όσον υστερεί εις ευσέβειαν, εις τρόπον ώστε αυτός που ραντίζεται απ’ αυτούς ρυπαίνεται μάλλον με ασέβειαν παρά λυτρώνεται. Έτσι και οι ειδωλολάτραι, αν και ομολογούν με το στόμα τον Θεόν, όμως υπόκεινται εις την κατηγορίαν της αθεΐας, διότι δεν γνωρίζουν τον πραγματικώς υπάρχοντα και αληθινόν Θεόν, τον Πατέρα δηλαδή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το ίδιο και οι Μανιχαίοι και οι Φρύγες, και οι μαθηταί του Σαμοσατέως, αν και χρησιμοποιούν τα ονόματα (της Τριάδος), δεν είναι ολιγώτερον αιρετικοί» (Μ.Αθανασίου, Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,335)
«Επειδή λοιπόν είναι τελείως μισητός ο εφευρέτης της κακίας, και επειδή ο διάβολος είναι μεγάλος δαίμονας, και ή μπορεί να κτυπιέται από όλους μόνον όταν φαίνεται, όπως ο όφις, όπως ο δράκος, όπως το λιοντάρι που ζητά να αρπάση και να καταπιή μερικούς, δια τούτο αυτός σκεπάζει και αποκρύπτει αυτό που είναι εις την πραγματικότητα, οικειοποιείται δε με υποκρισίαν και πονηρίαν το όνομα που ποθούν όλοι, δια να εξαπάτηση αυτούς με την φαντασίαν, και να εμπλέξη έτσι τους παραπλανηθέντας εις τα δεσμά του. Και όπως ακριβώς, αν θέλη κανείς να απαγάγη ξένα παιδιά, όταν απουσιάζουν οι γονείς των, υποκρίνεται τα πρόσωπά των, δια να εξαπάτηση τα παιδιά που τους νοσταλγούν, ώστε να τα παρασύρη μακρυά και να τα εξαφανίση, κατά τον ίδιον τρόπον και ο κακόβουλος και διεστραμμένος διάβολος, επειδή ο ίδιος δεν έχει θάρρος, και επειδή ξέρει τον έρωτα των ανθρώπων προς την αλήθειαν, υποκρίνεται μεν αυτήν εις την φαντασίαν, τοποθετεί δε το δηλητήριόν του εντός αυτών που τον ηκολούθησαν. Με τον τρόπον αυτόν εξηπάτησε και την Εύαν, με το να μη λέγη τα ιδικά του λόγια, αλλ’ υποκρινόμενος ότι έλεγε τα λόγια του Θεού, των οποίων παρεποίει την ορθήν έννοιαν. Έτσι υπεψιθύριζε και εις την γυναίκα του Ιώβ και την έπεισε να υποκρίνεται ότι αγαπά τον άνδρα της, ενώ εις την πραγματικότητα την εδίδασκε να βλάσφημη τον Θεόν. Έτσι πάλιν ο πανούργος περιπαίζει την φαντασίαν των ανθρώπων και εξαπατά και παρασύρει τον καθ’ ένα εις τον βόθρον της πονηρίας του…. Τέτοια είναι και τα επινοήματα των αιρέσεων. Επειδή δηλαδή η κάθε μία έχει ωσάν πατέρα της ιδικής της διδασκαλίας τον διάβολον, ο οποίος εξεστράτισεν εξ αρχής και κατήντησεν ανθρωποκτόνος και ψεύτης, και επειδή εντρέπεται να αναφέρη το μισητόν του όνομα, δια τούτο υποκρίνεται το όνομα του Σωτήρος, το καλόν και υπέρ παν όνομα, και τοποθετεί γύρω της τα λόγια των Γραφών. Και λέγει μεν τα λόγια, αποκρύπτει όμως την αληθινήν σημασίαν, ώστε πλέον και αυτή φονεύει τους ανθρώπους αυτούς που παραπλανά, διότι κρύβει την διδασκαλίαν που έπλασεν αυτή, ωσάν εις κάποιο δόλωμα…. προσποιούνται ότι μελετούν και χρησιμοποιούν τα λόγια των Γραφών, όπως κάνει ο πατέρας των ο διάβολος, δια να φανούν με τα λόγια αυτά ότι έχουν ορθόδοξον πίστιν, και έτσι να πείσουν τους ταλαίπωρους ανθρώπους να πιστεύουν πράγματα έξω από τας Γραφάς.
Λοιπόν εις κάθε αίρεσιν, αφού μετεμορφώθη ο διάβολος με τέτοιον τρόπον, υπεψιθύρισε λόγια γεμάτα πονηρίαν…. Λοιπόν ήλθεν ο διάβολος ο οποίος δια μέσου κάθε αιρέσεως λέγει ‘ Εγώ είμαι ο Χριστός, και η αλήθεια ευρίσκεται εις εμέ ’, και έκαμεν ο συκοφάντης την κάθε μίαν απ’ αυτάς, αλλά και όλας μαζί, να ψεύδωνται. Και το πιο παράδοξον, ένω μάχονται μεταξύ των δια τα κακά που εφεύρε κάθε μία, συνεφώνησαν μεταξύ των μόνον εις το να ψεύδωνται, διότι όλαι έχουν ένα πατέρα, αυτόν που έβαλε μέσα εις όλας το ψεύδος» (ΕΠΕ 10,23-33)
«Αλλ’ ημάς τίποτε δεν θα μας πείσει απ’αυτά, τίποτε δεν θα μας χωρίσει από την αγάπην του Χριστού, και αν ακόμη οι αιρετικοί μας απειλούν με θάνατον. Διότι είμεθα Χριστιανοί και όχι Αρειανοί. Ναι, αδελφοί, τοιαύτη παρρησία χρειάζεται τώρα, διότι δεν ελάβομεν Πνεύμα δουλείας δια να φοβούμεθα πάλιν , αλλ’ ο Θεός μας έχει καλέσει να είμεθα ελεύθεροι και αληθώς είναι αισχρόν και πολύ αισχρόν εάν, την πίστιν την οποίαν ελάβομεν παρά του Σωτήρος και των αποστόλων, την χάσωμεν εξ αιτίας του Αρείου ή αυτών που φρονούν και πρεσβεύουν τα του Αρείου…. Δια τούτο, παρακαλώ, έχοντες εις τας χείρας σας την πίστιν των πατέρων την διατυπωθείσαν εις την σύνοδον της Νίκαιας υπ’ αυτών, και υπερασπίζοντες αυτήν με πολλήν προθυμίαν και πίστιν εις τον Κύριον, να γίνεσθε υπόδειγμα εις όλους, δεικνύοντες ότι τώρα υφίσταται αγών κατά της αιρέσεως και υπέρ της αληθείας και ότι είναι ποικίλα τα τεχνάσματα του εχθρού. Διότι όχι μόνον κάμνει μάρτυρας το να μη προσφέρη κανείς λίβανον εις τον βωμόν, αλλά και το να μη απαρνηθή την πίστιν κανείς κάμνει το μαρτύριον της συνειδήσεως λαμπρόν. Και δεν κατεκρίσθησαν μόνον ως ξένοι αυτοί που εθυσίασαν εις είδωλα, αλλά και αυτοί που επρόδωσαν την αλήθειαν…. Λοιπόν και ημείς, επειδή η μάχη που ευρίσκεται εμπρός μας είναι δια το παν, και επειδή το ζήτημα μας τώρα είναι ή να αρνηθώμεν ή να τηρήσωμεν την πίστιν, έχομεν αυτήν την φροντίδα και πρόθεσιν, εκείνα μεν που παρελάβαμεν να φυλάξωμεν, ενθυμούμενοι συνεχώς την πίστιν, η οποία διετυπώθη εις την Νίκαιαν, να αποστρεφώμεθα δε τας καινοτομίας, και να διδάξωμεν τους λαϊκούς να μη προσέχουν εις τα πνεύματα της πλάνης, αλλά να ξεφύγουν τελείως από την ασέβειαν των αρειομανιτών» (ΕΠΕ 10.77-79)
«Ημείς δε ωπλισμένοι κατά το γεγραμμένον με τα λόγια των θείων Γραφών ας αντισταθώμεν προς αυτούς, ωσάν προς αποστάτας που θέλουν να καταφυτεύσουν μανίαν εις τον οίκον του Κυρίου, και ούτε να φοβηθώμεν τον σωματικόν θάνατον ούτε τους δρόμους των να ζηλέψωμεν, αλλά περισσότερον από όλα να προτιμάται ο λόγος της αληθείας. Διότι και ημείς, όπως ξέρετε όλοι, όταν μας εζητήθη από τους φίλους του Ευσεβίου ή να παραδεχθώμεν μαζί με αυτούς την ασέβειαν ή να περιμένωμεν την επιβουλήν των, δεν ηθελήσαμεν να συνθηκολογήσωμεν με αυτούς αλλ’ επροτιμήσαμεν καλύτερα να διωκώμεθα υπ’ αυτών, παρά να μιμηθώμεν τον τρόπον του Ιούδα…. να ζητούν να μας φονεύσουν. Διότι αυτό διψούν, και μέχρι σήμερον τουλάχιστον δεν εσταμάτησαν να θέλουν να χύσουν το αίμα μας.
Αλλά δι’ αυτά δεν με ενδιαφέρει καθόλου, διότι γνωρίζω και είμαι πεπεισμένος ότι δια τους υπομένοντας θα υπάρξη μισθός από τον Σωτήρα, και ότι σεις επειδή υπομείνατε, όπως οι Πατέρες, και εγίνατε έτσι παραδείγματα εις τους λαούς, και επειδή ανασκευάζετε την παράξενον αυτήν και ξένην επινόησιν των ασεβών, θα έχετε την καύχησιν σας και θα λέγετε «Την πίστιν ετηρήσαμεν » θα απολάβετε δε τον στέφανον της ζωής, τον όποιον υπεσχέθη ο Θεός δι’ εκείνους που τον αγαπούν. Ας αξιωθώ δε και εγώ να κληρονομήσω μαζί σας τας επαγγελίας» (ΕΠΕ 10, 83-85)
«Σας παρέδωσα σύμφωνα με την αποστολική πίστη που μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, χωρίς να επινοήσω τίποτα από έξω, αλλά αυτό ακριβώς που έμαθα το χάραξα μέσα σας σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές» (Μ. Αθανάσιος,ΒΕΠΕΣ,33,120(28-30)
«Αυτήν την εξ’ αρχής παράδοση και διδασκαλία και πίστη της καθολικής Εκκλησίας, την οποία, ο μεν Κύριος έδωσε, οι δε απόστολοι κήρυξαν και οι πατέρες φύλαξαν. Διότι σε αυτήν έχει θεμελιωθεί η Εκκλησία, και αυτός που εκπίπτει από αυτήν ούτε μπορεί να είναι, αλλά ούτε και να λέγεται Χριστιανός» (Μ. Αθανάσιος, ΕΠΕ,4,165)
««Προσκυνήστε τον Κύριο στην άγια αυλή του». Με αυτά με σαφήνεια μας προστάζει ότι δεν πρέπει να προσκυνούμε το Θεό έξω από την Εκκλησία. Λέει βεβαίως αυτό για τις συναθροίσεις των ετεροδόξων. Η λατρεία του Θεού δεν πρέπει να τελείται εκτός της Εκκλησίας, αλλά σε αυτήν την αυλή του Θεού. Μην επινοείτε, λέει, δικές σας αυλές και συναγωγές διότι μία είναι η άγια αυλή του Θεού»(Μ. Αθανασίου εις Ψαλμόν 28, ΕΠΕ 5,231)