ΈΝΑΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ μια νύχτα δέχτηκε επίσκεψη ληστών. Φοβήθηκε και άρχισε να καλεί βοήθεια. Ξύπνησαν οι αδελφοί, κυνήγησαν τους ληστές και τους έβαλαν στην φυλακή. Ύστερα όμως μετανόησαν γι’ αυτό και το εξομολογήθηκαν στον Όσιο Ποιμένα. Ο Όσιος λυπήθηκε που είδε τόση μικροψυχία στους μοναχούς κι έγραψε στον Ησυχαστή: «Σκέψου καλά, αδελφέ, να βρεις από που πήγασε η πρώτη προδοσία και θα καταλάβεις ευθύς και της δευτέρας την αιτία. Αν εσύ ο ίδιος δεν είχες προδοθεί από την ολιγοπιστία και την δειλία σου, δεν θα παρέδιδες στα χέρια της εξουσίας ανθρώπους για να τιμωρηθούν, όσο κακή και αν ήταν η πράξη τους». Όταν άκουσε αυτά ο Ησυχαστής, κατάλαβε το σφάλμα του και φρόντισε να βγάλει τους ανθρώπους από την φυλακή.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΟΦΟΣ Πατήρ λέει: «Εκείνος που αδικείται και συγχωρεί, ομοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος που δεν αδικεί, αλλά ούτε να αδικείται του αρέσει, είναι στην θέση του Αδάμ. Ο άδικος όμως, ο κακεντρεχής κι ο συκοφάντης δεν διαφέρει από τον διάβολο».
Ο ΑΒΒΑΣ ΓΕΛΑΣΙΟΣ είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε, του είχαν πει, πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στην σκήτη. Κάποτε, ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δεν θέλησε να κυνηγήσει τον κλέφτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλη βρήκε αγοραστή και άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήσει ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξει σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σ’ αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του. - Να αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, Αββά; αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
- Αξίζει, αγόρασέ το, είπε στον φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
- Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
- Δεν σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
- Όχι.
- Μετανόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε υστέρα από λίγο ο καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά θαύμαζε την ανεξικακία του Όσιου και από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξη του. Πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στην σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση, δίνοντας πίσω το κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρεσε με όλη του την ψυχή, αλλά επέμενε να του χαρίσει το βιβλίο. Που να το δεχθεί τώρα ο καλόγερος!
- Αν δεν το πάρεις πίσω, Αββά, δεν θα βρει αναπαύση η ψυχή μου.
- Αν είναι έτσι, πήγαινε στην εκκλησία και άφησέ το εκεί απ΄ όπου το πήρες, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος.
Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 60-61 )