- Αντίθετες Εικόνες καθημερινής συμβίωσης!
Α. Η κόλαση…
«Εγώ, έλεγε, αγαπάω την ανθρωπότητα μα απορώ κι ο ίδιος με τον εαυτό μου: Οσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο αγαπάω τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Στις ονειροπολήσεις μου, έλεγε, φτάνω συχνά να λαχταράω μέχρι πάθους να εξυπηρετήσω την ανθρωπότητα και ίσως και στ’ αλήθεια να δεχόμουνα να σταυρωθώ για τους ανθρώπους, αν παρουσιαζόταν ξαφνικά μια τέτοια ανάγκη.
Κι όμως, παρόλ’ αυτά, δεν μπορώ ούτε δύο μέρες να ζήσω στο ίδιο δωμάτιο με άλλον άνθρωπο. Αυτό το ξέρω από πείρα. Μόλις βρεθεί κάποιος κοντά μου, νιώθω πως μου πληγώνει την ατομικότητά μου και μου περιορίζει την ελευθερία μου. Μπορώ μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο να μισήσω τον πιο καλό άνθρωπο. Άλλον γιατί τρώει αργά, άλλον γιατί έχει συνάχι και σκουπίζει συνεχώς τη μύτη του με το μαντήλι.
Γίνομαι, έλεγε, εχθρός των ανθρώπων μόλις οι σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μα γι αυτό, όσο περισσότερο μισούσα ορισμένους ανθρώπους προσωπικά, τόσο πιο φλογερά αγαπούσα την ανθρωπότητα στο σύνολό της»
(Ντοστογιέφσκη, Αδελφοί Καραμαζόβ, εκδ. Γκοβόστη, τομ. Α σελ. 109)
«Η μητέρα μαλώνει την κόρη:
- Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι έτσι πεισματάρα και δεν θέλεις να πάρεις το νέο που σου λέει ο μπαμπάς.
- Γιατί, μαμά, είναι άπιστος. Μου ομολόγησε ότι δεν πιστεύει στην Κόλαση.
- Μόνο για αυτό τον λόγο; Μην ανησυχείς. Αν ζήσει μαζί μας σε λίγο διάστημα θα αλλάξει ιδέα»...
«Εδώ κείται η γυναίκα μου κι εδώ αφήστε την να κείται! Ησύχασε και αυτή, ησύχασα κι εγώ»
(Τζων Ντράιντεν 1631-1700, Επιτάφιος για τη γυναίκα του)
«Σε μιά προεκλογική ομιλία του, μια φανατισμένη αντίπαλη του Τσώρτσιλ φώναξε:
- Αν σε είχα άνδρα μου, θα σου έδινα δηλητήριο.
- Και εγώ –απάντησε με ετοιμότητα εκείνος- αν σε είχα γυναίκα μου… θα το έπινα!
(Κωνσταντίνος Κούρκουλας, Στάχυα τομ. Β σελ. 69)
«Παλαιότερα το ανδρόγυνο έπρεπε να έχει ένα σοβαρό λόγο για να χωρίσει. Σήμερα αναζητεί ένα πολύ σοβαρό λόγο για να μη χωρίσει»
(Κωνσταντίνος Κούρκουλας, Στάχυα τομ. Α σελ. 124)
Β. Ο Παράδεισος…
«Χθες παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μιά Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθόταν η γυναίκα μου και έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια.
Σιγόψελνα, λοιπόν, εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και εκείνη μαζί μου με τη γλυκιά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο το όνομά του, για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτα απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σε έναν παληό καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται και ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο:
«Καλότυχος ο άνδρας που χει καλή γυναίκα. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος.
Τι χάρη μάς έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μόλα ταύτα στα αλήθεια είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη και η ευλάβεια.
Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος…
(Φώτης Κόντογλου)
«Κάθε μία από τις ρυτίδες σου
-έγραφε ένας τρυφερός σύζυγος στη σύντροφό του-
αυτές οι βαθιές γραμμές στις άκρες των ματιών σου,
φαντάζουν σαν πεντάγραμμο,
που πάνω του εγράψαμε τα ωραιότερα τραγούδια της ζωής μας. Και τώρα, ύστερα από την μακριά,
την ολονυχτία αγρυπνία της βιοπάλης μας,
απολαμβάνουμε το εωθινό εμβατήριο,
καθώς πηγαίνουμε να κοιμηθούμε
στην πρωινή γαλήνη της Βασιλείας του Θεού.»
(Κωνσταντίνος Κούρκουλας, Στάχυα τομ. Α σελ. 118)
«Τι είναι Γάμος;
Ο ένας να πολεμάει
και ο άλλος να δένει πληγές»
«Στα μέσα του 5ου αιώνα ζούσαν στην Αντιόχεια δύο εξαίρετοι Χριστιανοί σύζυγοι, ο Ανδρόνικος και η Αθανασία. Η κοινή πίστη στον Ιησού τους μεγάλωνε την ενότητα και την αγάπη. Με κοινή απόφαση μοίρασαν ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους στους φτωχούς, και τα υπόλοιπα χρήματα δώσανε σε φίλεργους και τίμιους ανθρώπους, χωρίς τόκο. Αργότερα με κοινή απόφαση –μια και ο Θεός τους πήρε τα δυό τους παιδιά- ξεκίνησαν για μια ισόβια ασκητική ζωή σε δύο διαφορετικά μοναστήρια.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Η Αθανασία έχει εγκαταλείψει τη γη. Ο Ανδρόνικος βρίσκεται κοντά στο νιόσκαφτο τάφο και κλαίει… Κλαίει ο Ανδρόνικος τον σωματικό χωρισμό της αγίας γυναίκας του, μα ελπίζει και πιστεύει στην αιώνια συνάντησή τους στον ουρανό. Ποθούσε -αν ήταν δυνατόν- να πήγαινε στον ουρανό μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο την ίδια ώρα. Κι ο Θεός άκουσε την ορμή και το στεναγμό της ψυχής του.
Την άλλη μέρα ο Ανδρόνικος είχε ταφεί πλάι στον τάφο της συζύγου του. Οι ψυχές τους ενωμένες πετούσαν στο αιώνιο ταξίδι του ουρανού. Η Εκκλησία μας τους γιορτάζει στις 9 Οκτωβρίου και τους προβάλλει σαν υπέροχο παράδειγμα χριστιανών συζύγων.
(Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Χτίσε γερά τη φωλιά σου. σελ. 93-94)
Ο πρίγκηπας και τιτάνας της μουσικής Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ, τραγουδούσε στη σύζυγό του
«Με σένα συντροφιά χαρούμενα πηγαίνω
στον ύπνο του θανάτου.
Αχ! Τι όμορφο που θα’ ταν το τέλος μου,
αν τα ωραία τα χέρια σου εσφαλούσαν
τα δυο πιστά μου μάτια!...»
(Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Χτίσε γερά τη φωλιά σου. σελ. 96)