Η προστασία της Θεοτόκου.
Ο οικονόμος της ρουμανικής μονής Συχάστρια π. Ιλαρίων Ιονίκα (1854-1934) πριν γίνη μοναχός, ήταν στον κόσμο ναυπηγός στον ποταμό Μπιστρίτσα. Μια χειμερινή νύχτα, όταν επέστρεφε στο σπίτι από την εργασία του, του επετέθηκαν λύκοι στο δρόμο. Μετά από δυο ώρες αγώνα, κατάλαβε πως δεν μπορούσε πλέον να σωθή απ’ αυτούς. Έπεσε τότε στα γόνατα και προσευχήθηκε λέγοντας:
-Υπεραγία Θεοτόκε, εάν μου χαρίσης τη ζωή, τα αφήνω όλα και γίνομαι μοναχός.
Την ίδια στιγμή ακούσθηκαν φωνές ανθρώπων και ένα έλκυθρο με καμπανάκια. Οι λύκοι έφυγαν, ενώ αυτός, λυτρωμένος πια, έφθασε στην οικογένεια του. Μετά από μερικούς μήνες πήγε στο μοναστήρι Συχάστρια να υπηρετήση τον Χριστό και την Άχραντη Μητέρα του.
Έπειτα από ένα χρόνο ο διάβολος του προξένησε φοβερό πειρασμό. Τον κυρίεψε μελαγχολία και επιθυμία ν’ αναχωρήση σε άλλο μοναστήρι. Μια νύχτα πήγε στην εκκλησία, προσευχήθηκε πολύ και έκλαψε. Κατόπιν είδε ότι από την εικόνα της Θεομήτορος βγήκε μια γυναίκα με μοναχικό ένδυμα! Τον πλησίασε και τον ρώτησε:
-Γιατί κλαις και είσαι συγχυσμένος, αδελφέ Ιωάννη; (Ιωάννης ήταν το κοσμικό του όνομα).
-Να, βαρέθηκα εδώ και θα ήθελα ν’ αναχωρήσω!
-Γιατί απελπίσθηκες στον οίκο μου; Ειρήνευε και κάνε τα όλα με αγάπη, και από τώρα και στο εξής δεν θα μελαγχολήσεις ποτέ!
Ύστερα αυτή η θαυμαστή γυναίκα επέστρεψε πάλι στην εικόνα και εξαφανίσθηκε. Ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος!
Από τότε ο αδελφός Ιωάννης λυτρώθηκε απ’ αυτόν τον πειρασμό. Αργότερα, όταν πια είχε καρή μοναχός, έφθασε σε μεγάλο πνευματικό ύψος.
Την άνοιξη του έτους 1933 ο π. Ιλαρίων πήγε στο δάσος για ξύλα και τραυματίσθηκε στο πόδι. Έπαθε γάγγραινα, υπόφερε πολύ και προσευχόταν με δάκρυα:
-Κυρία Θεοτόκε, μη μ’ εγκαταλείπης. Ελέησον με!
Μια νύχτα, καθώς προσευχόταν, μπήκε στο κελλί του κάποια γυναίκα ντυμένη σαν μοναχή με τη μορφή μιας γιατρίνας από το Νεάμτς και τον ρώτησε:
-Γιατί κλαις, π. Ιλαρίων;
-Κυρία γιατρίνα, τραυματίσθηκα στο πόδι και πονώ φοβερά. Αισθάνομαι ότι θα πεθάνω και κλαίω γιατί δεν μετενόησα.
Η γιατρίνα εξέτασε το πόδι, το άγγιξε με το χέρι της και του είπε:
-Μη κλαις πια! Από τώρα θεραπεύεται το πόδι σου και θα ζήσης ακόμη ένα χρόνο. Κατόπιν θ’ αναπαυθής αιώνια.
Ύστερα εξαφανίσθηκε και ο γέροντας αποκοιμήθηκε. Ήταν πάλι η Υπεραγία Θεοτόκος!
Το πρωί σηκώθηκε υγιής, ήρθε στην εκκλησία και διηγήθηκε σε όλους το θαύμα.
Αφού λοιπόν έζησε ακόμη ένα ακριβώς χρόνο, την ίδια ημέρα, την Κυριακή της εξορίας του Αδάμ από τον παράδεισο, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου και συνωδεύθηκε απ’ όλους στο κοιμητήρι της μονής.
(Ρουμανικό Γεροντικό)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι , Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β, σ. 84-86)