ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ (+258)
«Όποιος χωρίζεται από την Εκκλησία συνδέεται με μοιχαλίδα… Αυτός που δεν έχει την Εκκλησία ως Μητέρα του, ούτε τον Θεό μπορεί να έχει ως Πατέρα του. Όσο μπόρεσε να σωθεί από τον κατακλυσμό όποιος ήταν έξω από την κιβωτό, άλλο τόσο μπορεί να σωθεί όποιος είναι έξω από την Εκκλησία… Αυτός που μετέχει σε συνάξεις σε ξένους τόπους και όχι στην Εκκλησία, διασπά την Εκκλησία του Χριστού… Αυτός που δεν τηρεί αυτήν την ενότητα… δεν κατέχει την ζωή και τη σωτηρία» (άγιος Κυπριανός, Περί της ενότητος,κεφ. 6)
«Νομίζουν, ότι είναι ο Χριστός μαζί τους, στις συνάξεις τους εκείνοι, οι οποίοι συναθροίζονται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού; Και αν υποστούν και μαρτυρικό θάνατο αυτοί οι άνθρωποι για την ομολογία του ονόματος του Χριστού, όμως η κηλίδα αυτή (αίρεση, σχίσμα) ούτε με το αίμα δεν εξαλείφεται. Ασυγχώρητη και βαρειά είναι η ενοχή της διαίρεσης, και ούτε με το μαρτύριο δεν εξαγνίζεται. Δεν μπορεί να είναι μάρτυρας εκείνος, ο οποίος δεν βρίσκεται εντός της Εκκλησίας. Δεν θα μπει στη Βασιλεία, αυτός που εγκαταλείπει εκείνην, η οποία θα βασιλεύει εκεί» (άγιος Κυπριανός, Περί της ενότητος… κεφ 13-14)
«Δεν μπορεί να είναι μάρτυρας εκείνος ο οποίος δεν ανήκει στην Εκκλησία (Κυπριανός, Περι της ενότητος…14)
«Ούτε το βάπτισμα της δημόσιας ομολογίας (μαρτύριο) μπορεί να ωφελήσει κάποιον αιρετικό παρέχοντας σε αυτόν την σωτηρία, επειδή καμία σωτηρία δεν υπάρχει έξω από την Εκκλησία» (Κυπριανός επιστολή 73,21)
«Η σωτηρία δεν είναι δυνατή σε κανέναν, παρά μόνο στην Εκκλησία» (Κυπριανός,PL 4,371)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (248-265 μ.Χ.)
«Ο Διονύσιος [επίσκοπος Αλεξανδρείας] προς τον αδελφό Noβατιανό [τον αίτιο σχίσματος] χαίρε. Εάν ακούσια, όπως λες, οδηγήθηκες στο σχίσμα, θα το δείξεις αναχωρώντας από αυτό εκούσια. Πράγματι, έπρεπε μεν να πάθει κάνεις οτιδήποτε για να μην σχίσει την Εκκλησία του Θεού και το μαρτύριο για να μην γίνει σχίσμα, δεν θα ήταν λιγότερο ένδοξο από το μαρτύριο που θα συνέβαινε για να μην γίνει κάποιος ειδωλολάτρης, για μένα μάλιστα, θα ήταν και ανώτερο. Διότι εκεί μεν μαρτυρεί κάποιος για μία μόνο ψυχή, την δική του, ενώ εδώ για όλη την Εκκλησία. Και τώρα λοιπόν εάν πείσεις ή πιέσεις τους αδελφούς να έρθουν σε ομόνοια, το κατόρθωμα θα είναι μεγαλύτερο από το σφάλμα σου, και αυτό μεν δεν θα υπολογιστεί, ενώ εκείνο θα επαινεθεί. Εάν όμως αδυνατίσεις να πράξεις αυτό λόγω ανυπακοής τους, σώσε τουλάχιστον την ψυχή σου».( Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2,333)
«[Γράφει ο Διονύσιος Αλεξανδρείας] Όταν λοιπόν έφτασα στο νομό Αρσινόης όπου η αίρεση (του αιρετικού Νέπωτος επισκόπου Αρσινόης) αυτή έχει διαδοθεί πριν πολύ χρόνο, ώστε να συμβούν και σχίσματα και αποστασίες ολόκληρων Εκκλησιών, αφού συγκάλεσα τους πρεσβυτέρους και διδασκάλους των αδελφών στις κωμοπόλεις, πρότεινα να εξετάσουμε το θέμα δημόσια και αφού μου έφεραν το βιβλίο αυτό (του Νέπωτος) ως ακαταμάχητο όπλο και τείχος, κάθισα μαζί με αυτούς για τρεις συνεχόμενες ημέρες από το πρωί ως το βράδυ και προσπάθησα να διορθώσω τα γραμμένα. Τότε θαύμασα την σταθερότητα, την φιλαλήθεια, την οξύνοια, την σύνεση των αδελφών, ώστε προτείναμε τις ερωτήσεις, τις απορίες και τις συμφωνίες με τάξη και μετριοπάθεια. Αποφασίσαμε με κάθε τρόπο και επιμονή να μην επανερχόμαστε σε όσα έγιναν μία φορά δεκτά, ακόμα και αν φαίνονταν ότι δεν είναι σωστά. Δεν φοβόμασταν τις αντιλογίες αλλά προσπαθούσαμε να συλλάβουμε τα θέματα και να τα κατοχυρώσουμε, ούτε διστάζαμε, αν το απαιτούσε ο λόγος, να μεταπειστούμε και να αναγνωρίσουμε τις προτάσεις των αντίθετων, αλλά παραδεχόμασταν ευσυνείδητα, ανυπόκριτα και με τις καρδιές απλωμένες προς τον Θεό όσα βασίζονταν στις αποδείξεις και διδασκαλίες των Αγίων γράφων. Στο τέλος ο αρχηγός και εισηγητής αυτής της διδασκαλίας, που ονομαζόταν Κορακιών, εις επήκοον όλων των παρόντων αδελφών ομολόγησε και μας διαβεβαίωσε ότι δεν θα ακολουθεί πλέον το δόγμα αυτό ούτε θα μιλάει για αυτό ούτε θα το θυμάται ούτε θα το διδάσκει, διότι αρκετά ανασκευάστηκε από τα αντίθετα επιχειρήματα· από τους υπόλοιπους λοιπόν αδελφούς άλλοι μεν χαίρονταν για τη συνδιάσκεψη και την συγκατάβαση και συμφωνία προς όλους» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 3, 65-67)