ΕΛΕΓΑΝ για τον Αββά Παφνούτιο πως δεν είχε βάλει ποτέ κρασί στο στόμα του. και το νερό ακόμη το έπινε με μέτρο. Όμως κάποτε, ενώ περπατούσε στην έρημο, βρέθηκε χωρίς να το θέλει στα λημέρια μιας συμμορίας ληστών, που έτυχε την ώρα εκείνη να είναι πεσμένοι όλοι τους στο φαγοπότι. Ο αρχιληστής, που γνώριζε τον Ερημίτη και ήξερε πως δεν έπινε ποτέ κρασί, γέμισε το μεγάλο ξύλινο ποτήρι του μέχρι τα χείλη και με το σπαθί γυμνό στο άλλο χέρι τον απείλησε πως θα τον έσφαζε εκείνη την στιγμή, αν δεν το άδειαζε ως τον πάτο.
- Θα το πιώ, είπε άφοβα ο Όσιος, όχι για χατήρι της κεφαλής μου, αλλά γιατί πιστεύω ότι χάρη σ’ αυτό θα σ’ ελεήσει ο Θεός και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον άλλο.
Και λέγοντας αυτά άδειασε το ποτήρι.
- Συγχώρεσέ με, Αββά, είπε μετανιωμένος για το άσχημο φέρσιμό του ο ληστής. Σου δίνω τον λόγο μου πως από σήμερα δεν θα κάνω κακό σε άνθρωπο.
Το ίδιο υποσχέθηκαν και οι άλλοι ληστές. Θυσιάζοντας το θέλημά του ο Άγιος Γέροντας για την αγάπη του πλησίον του, κέρδισε για τον Χριστό ολόκληρη την συμμορία.
ΈΝΑΣ αξιωματικός του βυζαντινού στρατού, νέος και ευπαρουσίαστος, είχε στενή φιλία με κάποιον πλούσιο άρχοντα. Ο φίλος του τον προσκαλούσε και τον φιλοξενούσε πολύ συχνά στο σπίτι του. Η νεαρή σύζυγός του όμως, κυριευμένη από πάθος για τον όμορφο μαγιστριανό, έπεσε άρρωστη βαριά. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες κι έλεγαν στον άνδρα της πως μάλλον από ψυχική ασθένεια βασανιζόταν. Εκείνος τότε, καλοπιάνοντάς την, την ανάγκασε να του φανερώσει την αλήθεια.
- Εσύ, του είπε εκείνη, από καλοσύνη σου φέρνεις στο σπίτι νέους άνδρες κι εγώ, σαν γυναίκα, πέφτω σε παγίδες. Τώρα βασανίζομαι για τον φίλο σου τον μαγιστριανό.
Ακούγοντας αυτά ο άρχοντας ησύχασε. Βέβαιος για την τιμιότητα του φίλου του, του αποκάλυψε το μυστικό του σπιτιού του. Ο ευγενής νέος δεν κατηγόρησε την γυναίκα του φίλου του. Μόνο λυπήθηκε κατάκαρδα που χωρίς να το θέλει προξένησε τόση στενοχώρια.
- Μην λυπάσαι, είπε στον φίλο του, ελπίζω εγώ ο ίδιος, ο αίτιος του κακού, να διορθώσω το κακό, πολύ γρήγορα μάλιστα.
Την άλλη μέρα πήγε στον μπαρμπέρη και του ζήτησε να του ξυρίσει την κεφαλή και το πρόσωπο ως και τα φρύδια ακόμη. Τυλίχθηκε μ’ ένα φακιόλι και πήγε στο σπίτι του άρχοντα. Ζήτησε να δει την άρρωστη και τον οδήγησαν στο δωμάτιό της. Εκεί ήταν κι ο άνδρας της. Μόλις μπήκε μέσα ο αξιωματικός, τράβηξε από πάνω του το κάλυμμα και δείχνοντας την ξυρισμένη κεφαλή του είπε:
- Να πως επέτρεψε να γίνω ο Θεός.
Βλέποντας τόση ασχήμια η νέα γυναίκα, αηδίασε κι από την στιγμή εκείνη απαλλάχθηκε από το πάθος. Ο νέος όμως δεν ξαναπήγε στο σπίτι του παλιού του φίλου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 73-74)