Κοντά σ’έναν αγιώτατο ασκητή κατοικούσε κάποιος μοναχός κακότροπος. Μια φορά λοιπόν που απουσίαζε ο ασκητής, μπήκε ο γείτονας στο κελλί του και του πήρε όλα τα πράγματα. Όταν γύρισε ο γέροντας και δεν τα βρήκε, πήγε ανυποψίαστος να το πη στον αδελφό. Βρίσκει λοιπόν εκεί, μεσ’ στη μέση, όλα τα κλεμμένα, γιατί εκείνος δεν είχε προλάβει να τα κρύψη! Ο γέροντας, μη θέλοντας να τον ντροπιάση ούτε να τον ελέγξη, προσποιήθηκε αμέσως ότι τον πόνεσε η κοιλιά και βγήκε γρήγορα έξω, ώσπου να τα κρύψη ο αδελφός. Όταν επέστρεψε, άρχισε να συζητά για άλλα θέματα. Για την κλοπή δεν του ανέφερε τίποτε.
Όμως σε λίγες μέρες άλλοι αναγνώρισαν τα κλεμμένα κι έκλεισαν τον κλέφτη στη φυλακή, χωρίς να το μάθη ο γέροντας. Αργότερα πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός είναι στη φυλακή και λυπήθηκε πολύ. Δεν ήξερε όμως για ποια αιτία φυλακίστηκε. Πήγε λοιπόν στον ηγούμενο του γειτονικού κοινοβίου και τον παρακάλεσε:
-Κάνε αγάπη, αββά, και δος μου λίγα αυγά και λίγο άσπρο ψωμί.
-Ασφαλώς θα έχης κάποιο φιλοξενούμενο σήμερα, του είπε εκείνος.
-Ναι, απάντησε ο γέροντας, θέλοντας να κρύψη τον σκοπό του.
Στην πραγματικότητα τα ήθελε για να τα πάη στη φυλακή και να παρηγορήση λίγο τον αδελφό. Μόλις τον είδε εκείνος, πέφτει στα πόδια του λέγοντας:
-Για σένα είμαι εδώ, αββά, γιατί εγώ έκλεψα τα πράγματα σου. Αλλά να, το βιβλίο σου είναι στον τάδε, το ράσο σου είναι στον δείνα…
-Μάθε παιδί μου, του είπε ο γέροντας, ότι δεν ήρθα γι’αυτό. Ούτε καν ήξερα ότι είσαι στη φυλακή εξ αιτίας μου, αλλά όταν άκουσα πως είσαι εδώ, λυπήθηκα και ήρθα να σε παρηγορήσω. Να, κοίταξε, σου έφερα αυγά και ψωμί. Τώρα όμως που έμαθα την αιτία, θα κάνω το παν για να σε βγάλω από τη φυλακή.
Πράγματι, πήγε και παρακάλεσε μερικούς άρχοντες που τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν για την αρετή του, κι εκείνοι τον ελευθέρωσαν.
(Αββάς Ζωσιμάς)
( Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ Παρακλήτου, τόμος γ΄, σελ. 84-85)