Η εμφάνισις του Τιμίου Προδρόμου.
Ο ίδιος ο π. Βησσαρίων διηγήθηκε μια εμφάνιση του Τιμίου Προδρόμου δύο χρόνια μετά την αποκάλυψι του θαμμένου ναού στο διονυσιακό μετόχι των Μαριανών Χαλκιδικής:
«Μια ημέρα δύο χωριάτες ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, επήγε εις την εκκλησίαν και επροσκύνησε. Άφησε δε εμπρός εις την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω ένα κερί. Εγώ άναψα το κερί, είδα και τα χρήματα που ήταν αρκετά, δεν τα επήρα, τα άφησα εμπρός εις την εικόνα. Κατά το βράδυ επήγα ν’ ανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα! Πόση στενοχωρία μου ήλθεν τότε… Ο πειρασμός μ’ εσκλήρυνε και επήγα εμπρός στην εικόνα του αγίου και του λέγω:
-Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; Γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα εμπρός από την εικόνα σου; Ααα, δεν σου ανάβω το καντήλι!
Έτσι άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι και έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου όμως η καρδιά μου κτυπούσε λιγάκι. Επήγα στον μύλο, ανέβηκα επάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Ενεθυμούμην ότι το καντήλι του αγίου το είχα σβηστό, αλλά ο κοτσονούρης δεν με άφηνε, πολύ με εσκλήρυνε. Έλεγα μέσα μου: «Αϊ να δούμε τι θα γίνη. Δεν το ανάβω το καντήλι απόψε».
Εκοιμήθηκα λοιπόν με την σύγχυσιν όπου είχον, όμως επέμενα στην γνώμην μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, το φεγγάρι σαν ήλιος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως. Καθώς λοιπόν εκοιμώμην, κατά τα μεσάνυκτα, αισθάνομαι μια σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις ημπόρεσα να του ειπώ:
-Πώς ήλθες εδώ;
Εις απάντησιν, μου λέγει με ύφος σοβαρόν:
-Το πώς ήλθα μη ερωτάς, αλλά ειπέ μου, γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;
Και αμέσως με πολύν φόβον, με τρέμουσαν φωνήν, με δάκρυα στους οφθαλμούς λέγω:
-Να με σχωρέσης, άγιε. Έσφαλα.
Του έβαλα τρεις μετάνοιες κλαίοντας εις τα ποδάρια του, και τον παρακαλούσα να με συγχωρέση. Τότε ακούω τον Τίμιον Πρόδρομον με γλυκείαν και ήμερον φωνήν και μου λέγει:
-Παιδί μου Βησσαρίων, λέγεις ότι δεν είμαι εδώ; Και αν εγώ δεν είμαι εδώ, τότε ποιος σε φυλάγει εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά από τους ληστές και τα άλλα κακοποιά στοιχεία;
- Άγιε μου, του λέγω, σε παρακαλώ να με σχωρέσης. Δεν το ξανακάμω!
- Πήγαινε ν’ ανάψης το καντήλι στην εικόνα μου, και να το κηρύττης και εις τους άλλους ότι κάμουν θαύματα οι εικόνες, διότι πολλοί εδώ άρχισαν να λέγουν ότι δεν θαυματουργούν οι εικόνες.
Αυτά μου είπεν ο άγιος και έγινε άφαντος. Εγώ αμέσως, εκείνη την ώρα, επήγα στην εκκλησία και, ω του θαύματος! Βλέπω όλα τα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήσαν, μπροστά στην εικόνα του αγίου! Ποιος να ξέρη τι λαχτάρα να ετράβηξε εκείνος ο κλέπτης και τα έφερε αυτήν την ίδια νύκτα τα χρήματα στην εικόνα…»
(Διονυσιάτικες διηγήσεις)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 95-97)