ΈΝΑΣ ΑΠΟ,ΤΟΥΣ Γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε και επιθύμησε, σαν άνθρωπος, να φάει λίγο ζεστό ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σ’ εκείνη την έρημο;
Όταν το έμαθε ένας από τους νέους μοναχούς, έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμιά που είχε και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δύο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην σκήτη.
- Που βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
- Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο Γέροντας, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το κρατήσει.
- Πώς να το φάω; έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.
ΈΝΑΣ ΆΓΙΟΣ Ερημίτης βρήκε μια φορά στον δρόμο έναν δυστυχισμένο επιληπτικό, που ούτε να νηστέψει ούτε να προσευχηθεί μπορούσε. Ο Άγιος τον συμπόνεσε και παρακάλεσε τον Θεό να επιτρέψει να μπει σ’ αυτόν το δαιμόνιο και να ελευθερώσει εκείνον τον δυστυχισμένο. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του κι έκανε όπως του ζήτησε. Όσο λοιπόν το πονηρό πνεύμα τον βασάνιζε, τόσο ο Άγιος διπλασίαζε την νηστεία και την προσευχή του. Και ο Θεός, αμείβοντας την αυταπάρνηση του, τον απάλλαξε ύστερα από λίγο καιρό από την τυραννία του διαβόλου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 74-75)