Ο θάνατος του υποκριτού
Σε μια πόλη ζούσε κάποιος με φήμη αγίου. Όλοι τον τιμούσαν και τον θαύμαζαν βλέποντας την ευσέβεια και την αρετή του. Εκείνος όμως διαρκώς παρώργιζε τον Θεό, γιατί δεν έδιωχνε τους πονηρούς και αισχρούς λογισμούς και δεχόταν τις αμαρτωλές φαντασίες.
Έτσι, ενώ εξωτερικά και φαινομενικά δεν αμάρτανε και παρουσιαζόταν στα μάτια των ανθρώπων σαν άγιος, εσωτερικά και πραγματικά ασελγούσε. Κάποτε αρρώστησε με μια σοβαρή ασθένεια και έφθασε στο θάνατο. Ολόκληρη τότε η πόλις απαρηγόρητη θρηνολογούσε και όλοι, άνδρες και γυναίκες, πενθούσαν θεωρώντας κοινή συμφορά το θάνατό του. Έτυχε να βρίσκεται στην πόλι και ένας διορατικός γέροντας. Μόλις άκουσε τον πάνδημο οδυρμό και είδε την απερίγραπτη θλίψι της πόλεως και έμαθε την αιτία, έσπευσε κι αυτός στον ετοιμοθάνατο για να πάρη την ευλογία του. Είδε εκεί τον επίσκοπο με όλους τους κληρικούς και τους άρχοντες της πόλεως να κρατούν αναμμένες λαμπάδες και να του συμπαραστέκωνται. Άκουσε το πλήθος να οδύρεται:- Μας εγκαταλείπει ο άγιος! Ο πατέρας μας! Ο σωτήρας μας! Αυτός που μας έσωσε με τις προσευχές του!... Ποια ελπίδα σωτηρίας θα έχουμε τώρα; Ποια ασφάλεια θα μας απομείνη; Ο διορατικός γέροντας πλησίασε περισσότερο και με τα εσωτερικά μάτια της ψυχής αντικρύζει θέαμα φοβερό και αξιοδάκριτο: Είδε κάποιον να καρφώνη στην καρδιά του δήθεν αγίου και σωτήρος μια πύρινη τρίαιανα και να ξερριζώνη με μανία την ψυχή του. Ταυτόχρονα άκουσε και μια φωνή από τον ουρανό προς αυτόν που του έπαιρνε την ψυχή: - Όπως ο άνθρωπος αυτός ποτέ δεν με ευχαρίστησε, έτσι κι εσύ ποτέ μη σταματήσης να τον βασανίζης και τιμωρής. Το επεισόδιο αυτό του διορατικού γέροντα, που διέσωσε ο όσιος Ευθύμιος ο Μέγας (377- 473), άφησε ζωντανή μαρτυρία του πόσο σφάλλει η ανθρώπινη κρίσις και του πόση σημασία έχει η εσωτερική καθαρότης. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Συναξαριστής Α΄).
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 67-68)