Καλλιτεχνικό χειρόγραφο της Αγ. Γραφής είχε ο αββάς Γελάσιος! Άξιζε, του είχαν πει, πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Η μεγάλη αξία του βιβλίου δεν τον εμπόδιζε να το αφήνη στην εκκλησία, για να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί της σκήτης. Κάποτε όμως ένας περαστικός μοναχός το είδε και το έκλεψε. Ο αββάς Γελάσιος, αν και το επεσήμανε αμέσως, δεν θέλησε να κυνηγήση τον κλέφτη. Εκείνος, μόλις κατέβηκε στην πόλη, βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήση ο μοναχός το βιβλίο, για να το δείξη σε κάποιο γνωστό του ειδικό. Έτσι το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του.
-Ν’αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε! Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
-Αξίζει. Αγόρασε το, είπε στον φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
-Έδειξα το βιβλίο σου στον αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
-Δεν σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε το όνομα.
-Όχι, του απάντησε ο αγοραστής.
-Μετανόησα! Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο μοναχός.
Μέσα του ξέσπασε μια πάλη. Από τη μια μεριά θαύμαζε την ανεξικακία του οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή του πράξη. Πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω το κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρησε με όλη του την ψυχή, αλλά επέμενε να του χαρίση το βιβλίο. Πού να το δεχτή όμως ο μοναχός!
-Αν δεν το πάρης πίσω, αββά, δεν θα βρη ανάπαυση η ψυχή μου.
-Αν είναι έτσι, πήγαινε στην εκκλησία και άφησε το εκεί απ’όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο όσιος.
Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος μοναχός και ποτέ πια δεν έπεσε σε παρόμοιο σφάλμα.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.96-97)