28. «Δεύρο Νύμφη μου από Λιβάνου· δεύρο Νύμφη μου και Μήτερ» (ΜΟ).
Η πρόσκλησις όμως του Νυμφίου προς την Νύμφη συνδυάζεται με έκκλησι για αυταπάρνησι. Λέει ο Νυμφίος στη Νύμφη, στο Άσμα Ασμάτων: «Δεύρο από Λιβάνου· ελεύση και διελεύση από αρχής πίστεως, από κεφαλής Σανίρ και Ερμών, από μανδρών λεόντων, από ορέων παρδάλεων» (δ' 8). Δηλαδή. Άφησε τις ομορφιές του κόσμου (=Λίβανος) και έλα να γίνης Νύμφη μου! Γι’ αυτό όμως θα χρειασθή να περάσης πανύψηλα βουνά (= Σανίρ και Ερών), όπου υπάρχουν σπηλιές λιονταριών και λεοπαρδάλεων!
Την ίδια πρόσκλησι για αυταπάρνησι και αφοσίωσι βρίσκομε στον 44 Ψαλμό: «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε... και επιλάθου του λαού σου και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου» (στιχ. 11). Εδώ ο Νυμφίος ζητεί από τη μέλλουσα Νύμφη του να εγκαταλείψη και ν’ απαρνηθή το περιβάλλον της και ν’ αφοσιωθή απόλυτα στον βασιλέα Υιό και σύζυγό της, προκειμένου να εντρυφήση στα λόγια του και στα βιώματα της νέας ζωής της.
Η Θεοτόκος υπήρξε πράγματι Νύμφη και Μητέρα του Χριστού, διότι ανταποκρίθηκε απόλυτα στην έκκλησι του Νυμφίου για αυταπάρνησι και αφοσίωσι.
Στην απαλή ηλικία των 3 μόλις ετών εγκαταλείπει την θερμή ατμόσφαιρα και γλυκειά θαλπωρή του οικογενειακού περιβάλλοντος, εγκαταλείπει τον «Πατέρα αυτής και την Μητέρα» (Ματθ. ιθ' 5,29) και αφιερώνεται στον Κύριο, που έμελλε να γίνη ο Νυμφίος και Βασιλεύς της. Και η αφιέρωσις αυτή δεν είναι αναγκαστική, αλλά εκούσια και ολόψυχη. Διότι η Παρθένος Μαρία αφιερώνεται ψυχή και σώματι στον Κύριο. Κρατάει την ύπαρξί της ολάνοιχτη – νύχτα και μέρα– για να συλλαμβάνη τα μηνύματα που ο Ουράνιος Νυμφίος της στέλνει. Την κατάστασι αυτή ακριβώς της ετοιμότητος και της αφιερώσεως περιγράφει τόσο ωραία ο στίχος του Άσματος: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί. Φωνή αδελφιδού μου κρούει επί την θύραν» (ε' 2) . Η αφοσίωσις της Θεοτόκου προς τον Κύριο ολοκληρώνεται έπειτα με την ελεύθερη αποδοχή της συλλήψεως, της κυοφορίας, της γεννήσεως του Ιησού και της μητρικής συμπαραστάσεως στη ζωή του, απ’ αρχής μέχρι το τέλος!
Εξάλλου, η αυταπάρνησις και η αφοσίωσις έγιναν βασικές αρετές της χριστιανικής πολιτείας και επηρέασαν βαθύτατα πολλούς χριστιανούς που επεδίωξαν μάλιστα να τις εφαρμόσουν κατά ένα απόλυτο τρόπο. Έτσι βλέπομε να δημιουργείται, πολύ ενωρίς, η Μοναχική πολιτεία, ο μοναχικός τρόπος ζωής, δια του οποίου μερικές εκλεκτές υπάρξεις άρχισαν να βιώνουν κι αυτοί την αυταπάρνησι και την αφιέρωσι της Θεοτόκου. Οι Μοναχοί εγκαταλείπουν «οικίας, αδελφούς, αδελφάς, πατέρα, μητέρα, γυναίκα, τέκνα, αγρούς... πάντα» (Ματθ. ιθ' 27, 29) και αφιερώνονται στον Κύριο, εντριφώντας νύχτα και μέρα στο Νόμο του και απολαμβάνοντας «αναβάσεις εν τη καρδία» (Ψαλμ. 83,5), τις εξάρσεις δηλαδή της πνευματικής ζωής. Είναι εκείνοι που μαζί με την Θεοτόκο ακούνε και εφαρμόζουν τον λόγο του Θεού και για τους οποίους ο Κύριος είπε το σχετικό μακαρισμό: «Μακάριοι οι ακουόντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. ια' 27 – 28, Λ. 191).
Το ότι δε οι Μοναχοί ακολουθούν την «οδό» της Θεοτόκου και ότι εξέλεξαν «την αγαθήν μερίδα της Μαρίας» (Λουκ. ι' 42), διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι πλείστα όσα Μοναστήρια είναι αφιερωμένα στην Παναγία. Το «Άγιον Όρος» θεωρείται «περιβόλι της Παναγίας»! Η Θεοτόκος σε μια από τις πολλές εμφανίσεις της στον Άγιο Σεραφείμ του Σάροφ είπε μερικά αποκαλυπτικά λόγια: 'ο άγιος είναι του δικού μας γένους΄.
Αυτό σημαίνει ότι η κατηγορία των αγίων εκπροσωπεί το γένος της αγγελικής αγιότητος» (Ευδοκίμοφ, 317, όπου βλ. περισσότερα για τη σχέσι Θεομήτορος και Μοναχών) .
29. «Λέγε μοι Νυμφίε μου, λέγε τρανώς πού πότε ποιμαίνεις τα πρόβατα; η Νύμφη κράζει τω Νυμφίω και Υιώ· η οσμή των μύρων σου, πάντας τους φιλούντας σε ήλκυσεν» (ΜΟ).
Ο ύμνος αυτός είναι εμπνευσμένος από το «Άσμα Ασμάτων» και από τους στίχους: «Απάγγειλόν μοι, ον ηγάπησεν η ψυχή μου, πού ποιμαίνεις, πού κοιτάζεις (=κοιμάσαι) εν μεσημβρία» (α' 7) και: «οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα... δια τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε, είλκυσάν σε» (α' 3 – 4).
Εδώ η Παρθένος παρουσιάζεται σαν Νύμφη και σαν αμνάδα του Ιησού, που κράζει πίσω από τον Καλόν Ποιμένα (πρβλ. και το απολυτίκιο των οσίων Παρθένων: «η αμνάς σου, Ιησού, κράζει μεγάλη τη φωνή. Σε Νυμφίε μου ποθώ και σε ζητούσα αθλώ...»). Με την εικόνα αυτή προτυπώνεται η π ισ τ ό τ η ς της Θεοτόκου στον Υιό και Ποιμένα της.
Η Θεοτόκος δεν θεωρούσε αρκετό το ότι ήταν Μητέρα του Ιησού. Ήθελε να γίνη και πρόβατο της ποίμνης του. Εκείνο που την απασχολούσε ήταν να μη χάση τον Ποιμένα της και παραπλανηθή. Γι΄ αυτό ήθελε να γνωρίζη καλά τον τόπο και τον χρόνο της ποιμαντικής παρουσίας και δράσεως του Χριστού. Διότι πολύ πιο πάνω από το λειτούργημα της Μητέρας θεωρούσε την ιδιότητα του προβάτου του καλού Ποιμένος.
Πολλοί από μας αρκούνται στο λειτούργημα που έχουν μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία, την Εκκλησία. Το λειτούργημα όμως είναι μια αντικειμενική σχέσι με τη ζωή, τους ανθρώπους και τον Θεό. Και γι’ αυτό συνήθως είναι μηχανική, ψυχρή και μερικές φορές ιδιοτελής. Πέρα όμως και πάνω από το λειτούργημα υπάρχει η ιδιότης του συνειδητού μέλους της ποίμνης του Χριστού, που είναι μια προσωπική και υποκειμενική σχέσις με τον Σωτήρα και ποιμένα της ζωής μας. Η Θεομήτωρ, το πρώτο πιστό και αφωσιωμένο μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, μας εμπνέει και κατευθύνει σε μια ζωή πιστότητος και προσωπικής σχέσεως με τον «Ποιμένα των προβάτων τον μέγαν... τον Κύριον ημών Ιησούν» (Εβρ. ιγ' 20).
Η προτύπωσις αυτή αναφέρεται και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό της Θεοτόκου: στην μεγάλη αγάπη της προς τον Υιό και Θεό της. Το «Άσμα» λέει, ότι εκείνο που έκανε τις παρθένες ν’ αγαπήσουν το Νυμφίο ήταν η εκλεκτή ευωδία των αρωμάτων του. Αυτή η ευωδία τις προσέλκυσε και τις αιχμαλώτισε και άναψε τη φωτιά της μεγάλης αγάπης και του έρωτος για το πρόσωπό του.
Ο Ιησούς είναι το μύρο του ουρανού που ξεχύθηκε στη γη και πλημμύρισε η κτίση από την ευωδία του. Και η Θεοτόκος είναι η πρώτη που αιχμαλωτίσθηκε από την οσμή των μύρων του Υιού της. Η Παρθένος Μαρία είναι η πρώτη από τις «νεάνιδες» (=τις αγνές υπάρξεις) που είλκυσε η ευωδία των αρετών του Χριστού και που εξωμολογήθηκε τον μεγάλο έρωτά της γι’ Αυτόν: «τετρωμένη αγάπης εγώ είμι» (Άσμα Α.ε' 8). Γι΄ αυτό και η Εκκλησία της έδωσε τον τίτλο της αιώνιας μνηστής: «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» (Ω).
Η προσωπική σχέσις του ανθρώπου με τον Ιησού φθάνει στα όρια του μυστικού έρωτος. Αυτόν τον έρωτα καλλιεργεί και συντηρεί ο ίδιος ο Κύριος, καθώς εκχύνη στην ψυχή του πιστού τα αρώματα της σωστικής αγάπης του.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 51-53 )