Από τότε που ήρθα κοντά στο Χριστό δεν είχε συμβεί να ‘διασκεδάσω’ σε κέντρα με ανθρώπους εκτός εκκλησίας. Όπου κι αν πήγαινα ήταν με τα πνευματικά μου αδέλφια. Το προηγούμενο Σάββατο όμως έπρεπε να πάω σε ένα μεζεδοπωλείο με τους συναδέλφους από τη δουλειά για την κοπή της πίτας μας. Αν και Σάββατο βράδυ δεν το αρνήθηκα από αγάπη για τη διευθύντρια και τους συνεργάτες μου που με έχουν στηρίξει πολύ. Είπα μέσα μου ‘ θα πάω αλλά θα είμαι με το Χριστό!’ Έτσι, βρέθηκα σε ένα μαγαζί με ζωντανή μουσική, τραγούδια που στιχουργικά σε ωθούσαν στην αμαρτία, κοπέλες που χόρευαν τσιφτετέλια πάνω στα τραπέζια, πολύ ποτό και πολύ φαγητό! Όλο αυτό όμως μου πρόσφερε κάτι πολύ σημαντικό εκείνη την ώρα. Αν και είμαι άνθρωπος πολύ λαίμαργος και χωρίς ιδιαίτερη εγκράτεια στο ποτό, σκεφτόμουν καθ’ όλη τη διάρκεια των πέντε ωρών που ήμουν εκεί τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής που ξημέρωνε! Ήπια τόσο λίγο όσο ήθελα να πιω και έφαγα πολύ λίγο. Δεν ήμουν βλοσυρός και απότομος με τους άλλους ούτε έδειχνα ότι βαριέμαι! Με όλους μιλούσα και διασκέδαζα αλλά με ένα μέτρο που δεν το καθόριζα εγώ αλλά ο Χριστός που ήταν μαζί μου. Για τους πιο πολλούς χριστιανούς η εγκράτεια είναι δεδομένο, για μένα όμως όχι!
Βρέθηκα σε ένα χώρο από αυτούς που βρισκόμουν συνέχεια στην προ Χριστού ζωή μου και μου ήλθαν εικόνες από το παρελθόν μου όταν προ δεκαετίας μεθούσα από το πρώτο μισάωρο, έτρωγα σαν να μην υπάρχει άλλος δίπλα μου, γελούσα δυνατά και έλεγα ανοησίες για να με προσέξουν και τα μάτια μου δεν ξεκολλούσανε από τις γυναίκες. Κι έβλεπα και το τώρα. Ελεύθερος, χωρίς να πιεστώ, ήμουν κύριος του εαυτού μου! Τι χαρά! Όλο αυτό να με αφήνει ανεπηρέαστο! Και γιατί έγινα κύριος του εαυτού μου; Γιατί έδωσα τον εαυτό μου στον Κύριο! Τότε με έπαιρναν σηκωτό να με πάνε σπίτι μου μεθυσμένο και κενό και τώρα στις τέσσερις τα ξημερώματα που τελείωσε το γλέντι ήμουν απόλυτα νηφάλιος και καινός δηλαδή καινούριος! Πού τα οφείλω όλα αυτά; Μήπως σε μένα και τη δύναμη μου; Μήπως δεν είχα προσπαθήσει με όλη μου τη δύναμη να αλλάξω; Μόνος μου δεν κατάφερα τίποτα! Όλα τα οφείλω στο Χριστό μας! Θυμήθηκα πάλι πώς ήμουν και πώς έγινα! Όχι άγιος και αναμάρτητος αλλά ζώντας μαζί Του και όταν πέφτω τώρα πια, πέφτω στα πόδια Του και ξανασηκώνομαι! Γιατί ξέρω ότι όλες οι ηδονές του κόσμου δε συγκρίνονται με τη χαρά να πέφτεις αμαρτωλός στα πόδια του Χριστού!
Και επιβεβαίωσα ότι ήταν μαζί μου στο κέντρο γιατί δεν απέφυγα μόνο τις καταχρήσεις αλλά και τις κατακρίσεις! Όλους και όλες τους κοιτούσα με αγάπη, συμπάθεια και προσευχή! Μια συνάδελφος, η ‘ψυχή της παρέας’, κάποια στιγμή σταμάτησε τον ξέφρενο χορό και βγήκε έξω από το μαγαζί κλαίγοντας! Όταν την πλησίασα μου λέει ‘Δεν αντέχω άλλο πια! Θέλω να εξομολογηθώ και να γνωρίσω το Χριστό!’ Τι χαρά ένιωσα! …Ένα κεράκι αναμμένο μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Θείας Λειτουργίας ή μιας ομιλίας δε φωτίζει πάρα πολύ! Δίπλα του είναι κι άλλα πολλά κεριά, λαμπάδες… είναι τα φώτα του ναού και οι πολυέλαιοι… το φως το δικό του είναι ισχνό! Όμως αυτό το ισχνό φως μέσα στο σκοτάδι του κόσμου είναι πολύ σημαντικό! Αυτό το συμπέρασμα έβγαλα εκείνο το βράδυ του Σαββάτου! Μακάρι να γίνουμε όλοι μας κεράκια αναμμένα μέσα στο σκοτάδι αυτού του κόσμου για να φωτίζουμε το δρόμο της επιστροφής στο Χριστό! (Κ.Δ.Κ)