Η κυρά του Αγίου Όρους
Ο αρχιμανδρίτης Ανδρέας Αγιοπαυλίτης (1904-87) διετέλεσε δυο φορές ηγούμενος της Ι. Μονής Αγ. Παύλου (1960-62) και (1964-74). Διακρίθηκε για την προσήλωσι του στα μοναχικά καθήκοντα και αξιώθηκε ν’ αντικρύση την Υπεραγία Θεοτόκο.
Μετά την πρώτη του ηγουμενεία είχε αποσυρθή στο μετόχι της μονής του Μονοξυλίτη. Έπειτα από μια σφοδρή κακοκαιρία και θαλασσοταραχή σκέφθηκε να πάη στην παραλία μήπως η θάλασσα είχε εκβράσει διάφορα ξύλα ή ακόμη, μήπως συνέβη κανένα κακό και κάποιος θα είχε ανάγκη βοηθείας.
Πήγε λοιπόν στην παραλία και άρχισε να μαζεύη ξύλα. Καθώς τα μάζευε, είδε από μακριά κάποιον άνθρωπο καθισμένο πάνω σ’ ένα βράχο. Με την σκέψι μήπως ήταν κανένας ναυαγός, πλησίασε γρήγορα, οπότε βλέπει μια μοναχή! Κρατούσε ένα βιβλίο ανοιχτό και έγραφε. Κατάπληκτος τη ρωτά με την ιδιάζουσα κεφαλλονίτικη προφορά:
-Τι θες εσύ εδώ, κυρά μου; Θέλεις καμμιά βοήθεια;
-Όχι, δε θέλω καμμιά βοήθεια. Εγώ είμαι η Κυρά του τόπου αυτού και αυτή τη δουλειά κάνω από τη μια άκρη του Αγίου Όρους μέχρι την άλλη.
Ο σαστισμένος προηγούμενος δεν κατάλαβε τι συνέβαινε και την ξαναρώτησε:
-Τι είναι αυτό το βιβλίο που κρατάς;
-Είναι το βιβλίο εισόδου, παραμονής και εξόδου των πατέρων του Αγίου Όρους. Εδώ είναι γραμμένα τα ονόματα αυτών που παραμένουν και τελειώνουν στο Άγιο Όρος…
Ούτε αυτά τα λόγια κατάλαβε ο π. Ανδρέας και, αφού αυτή που νόμιζε ναυαγό, δεν είχε ανάγκη από καμμιά βοήθεια, επέστρεψε στο μετόχι Μονοξυλίτη. Εκεί συνήλθε και άρχισε ν’ αναλογίζεται το γεγονός. Ξαφνικά βλέποντας στο τέμπλο του παρεκκλησίου που είχαν στο μετόχι, την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, κατάλαβε τι του συνέβη!
Εγκατέλειψε αμέσως τον εσπερινό και, παρά την ηλικία του, έτρεξε προς τον γιαλό να πιστοποιήση το όραμα, να προλάβη Αυτήν, προς την οποία ένιωθε ιδιαίτερη ευλάβεια και στην οποία είχε αναθέσει τη σωτηρία του.
Με νεανικό ενθουσιασμό έφθασε στην παραλία κάθιδρος. Δυστυχώς όμως βρήκε τον βράχο κενό! Τον κατέλαβε μεγάλη λύπη. Σκέφθηκε ότι για τις αμαρτίες του δεν αξιώθηκε να ξαναδή το ουράνιο θέαμα. Πλησιάζοντας όμως τον βράχο δοκίμασε μια θαυμαστή εσωτερική αλλοίωσι. Η θλίψις μεταβλήθηκε σε ανεκλάλητη χαρά. Αιτία ήταν μια θεσπέσια ευωδία που πλημμύρισε την ατμόσφαιρα και τον περιέλουσε. Η Υπεραγία Θεοτόκος του επιβεβαίωνε με τον τρόπο αυτό το εξαίσιο όραμα και έκανε ν’ αναβλύσουν από τα μάτια του δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης.
(«Όσιος Γρηγόριος», τ 12)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 100-102)