Μια μέρα περνούσε ο όσιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν σαλός, μπροστά από τα σπίτια της αμαρτίας και έκανε πως παίζει. Τον είδε κάποια από τις άσεμνες γυναίκες να συμπεριφέρεται έτσι και τον έσυρε στο καταγώγιο της. Εκείνος τότε δεν αντέδρασε, αλλά την ακολούθησε. Καθώς μπήκε μέσα, μαζεύτηκαν γύρω του και οι άλλες πόρνες.
-Πώς το έπαθες αυτό; τον ρώτησαν κοροϊδευτικά.
Εκείνος χαμογέλασε, αλλά δεν αποκρίθηκε τίποτε. Μερικές τον χτύπησαν, ενώ άλλες δοκίμαζαν με πολλά χάδια και φιλήματα να τον παρασύρουν στην αμαρτία. Όταν τον είδαν τελείως απαθή, έλεγαν:
-Αυτός ή νεκρός είναι ή ξύλινος ή πέτρινος!
Ο όσιος έβλεπε ανάμεσα τους τον δαίμονα της πορνείας! Ήταν μαύρος σαν αράπης. Στο κεφάλι του δεν είχε μαλλιά. Είχε κοπριά ανακατεμένη με στάχτη. Τα μάτια του έμοιαζαν με της αλεπούς, ενώ στον ώμο του είχε ριγμένο ένα απαίσιο κουρέλι. Από πάνω του έβγαινε τριπλή δυσωδία, που θύμιζε σαπίλα, βόρβορο και ακαθαρσία. Ήταν τόσο έντονη, ώστε ο μακάριος έφτυνε συχνά από αηδία και έπιανε τη μύτη του. Βλέποντας τον ο δαίμονας να τον αηδιάζη τόσο πολύ, του είπε:
-Εμένα οι άνθρωποι μ’έχουν στην καρδιά τους σαν μέλι γλυκό, κι εσύ με σιχαίνεσαι και με φτύνεις.
Ο όσιος, αφού τον ειρωνεύτηκε για την ασχήμια και τη δυσωδία του, έφυγε από το άντρο της αμαρτίας.
( Όσιος Ανδρέας)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος γ΄, σελ.100)