873.Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ.
Στο σπίτι ενός παπά ήταν ανάγκη να καθαρισθή η καπνοδόχος. Φωνάζουν ένα καπνοδοχοκαθαριστή – δε θα ήταν πάνω από 13 χρονών – και τον βάζουν ακριβώς στο δωμάτιο που ήταν πιο χαλασμένο και που χρησίμευε για γραφείο στον παπά. Ο τελευταίος βρισκόταν μέσα και ετοίμαζε το κήρυγμα του. Ο καπνοδοχοκαθαριστής χάθηκε στην καπνοδόχο και σε μια ώρα τελείωσε. Πήγαινε να πληρωθή από τον παπά.
- Πέντε φράγκα, κύριε.
- Να, πάρε τα, είμεθα εξωφλημένοι.
Το παιδί έφυγε.
Ξαναπαίρνοντας την πέννα του ο ιερεύς, σαν κάποιο σιδερένιο χέρι να σφιγγε την καρδιά του. Μια τύψις συνειδήσεως τον πίεζε.
«Εξωφλημένοι; Πως; Αλλά μήπως ο μικρός αυτός είναι μια μηχανή; Δεν έχει μια ψυχή, ψυχή αθάνατη; Δεν έχυσε το αίμα του γι αυτή ο Χριστός;»
Αναπήδησε στην εσωτερική αυτή επίπληξι. Ξαναφωνάζει το παιδί, του κάνει ερωτήσεις για το Θεό, για την Παναγία, για την Κατήχησι και την πρώτη του Κοινωνία. Ούτε κατήχησι είχε μάθει, ούτε πρώτη Κοινωνία είχε κάνει.
Ο καπνοδοχοκαθαριστής και ο ιερεύς συνεδέθηκαν σαν πατέρας και παιδί. Ύστερα από δύο μήνες, σε ένα κατανυκτικό παρεκκλήσιο, ο ιερεύς ακουμπούσε στα αγνά χείλη του παιδιού τον Άρτον, που καθιστά τους ανθρώπους δυνατούς και ευτυχισμένους. Αργότερα, έπειτα από πολλές σπουδές, ο μικρός καπνοδοχοκαθαριστής χειροτονόταν ιερεύς. Στιγμές συγκινητικώτατες. Εκείνη την ημέρα η πραγματική εξόφλησις είχε γίνει. Η πληρωμή της καρδιάς είχε πληρωθή ολόκληρη.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 400 )