Η ειρήνευσις δύο χωριών
Μια κόρη που λεγόταν Πιαμούν, ζούσε ασκητικά στην Αίγυπτο μαζί με τη μητέρα της. Έτρωγε μια φορά κάθε δύο μέρες και έπλεκε λινάρια.
Συνέβη κάποτε, την εποχή των πλημμυρών του Νείλου, να διαπληκτίζονται τα γύρω χωριά για τη διανομή του νερού. Όταν η διαμάχη οξύνθηκε, σημειώθηκαν ακόμη και φόνοι! Στη δύσκολη αυτή περίοδο ένα γειτονικό χωριό ξεσηκώθηκε εναντίον του χωριού που έμενε η Πιαμούν. Πλήθος χωρικών οπλισμένων με δόρατα και ρόπαλα ξεκίνησαν εναντίον των συμπατριωτών της. Άγγελος Κυρίου τότε την πληροφόρησε για την επίθεσι. Αυτή κάλεσε τους ηλικιωμένους του χωριού και αφού τους ενημέρωσε, τους συμβούλεψε:
- Να βγήτε, να συναντήσετε τους επιδρομείς και να προσπαθήσετε να λυθούν ειρηνικά οι διαφορές σας, γιατί διαφορετικά θα καταστραφούμε.
Εκείνοι όμως φοβήθηκαν και την παρακάλεσαν να πάη να τους συναντήση η ίδια:
- Εμείς δεν τολμούμε να τους συναντήσουμε, γιατί θα μας επιτεθούν. Αν όμως λυπάσαι το χωριό και το σπίτι σου, πήγαινε η ίδια και παρακάλεσε τους. Εσένα θα σε σεβαστούν.
Η ασκήτρια δεν το δέχθηκε αυτό. Αλλά ανέβηκε στο κελλί της και ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν στον Θεό:
- Κύριε, εσύ που κρίνεις τη γη και δεν ανέχεσαι τις αδικίες, ευδόκησε να μας λυτρώσης από τον κίνδυνο που διατρέχουμε. Η δύναμις σου ας καθηλώση ακίνητους τους επιδρομείς σε όποιο μέρος βρίσκονται.
Κατά τα ξημερώματα, ενώ οι επιτιθέμενοι βρίσκονταν τρία μίλια μακριά, καρφώθηκαν στον τόπο που ήταν και δεν μπορούσαν να σαλέψουν. Όταν αργότερα πληροφορήθηκαν ότι τους συνέβη αυτή η συμφορά με τις προσευχές της παρθένου Πιαμούν, έστειλαν μήνυμα στο χωριό ζητώντας ειρηνική διευθέτησι των διαφορών τους. Μετά απ’ αυτό ελευθερώθηκαν από τον αόρατο δεσμό που τους είχε ακινητοποιήσει.
(Λαυσαϊκή Ιστορία)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 115-116)