Ο Ισίδωρος, ένας αγέρωχος άρχοντας από την Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να μονάση σ’ ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Ο διακριτώτατος ηγούμενος που τον υποδέχτηκε, διέβλεψε αμέσως ότι ήταν σκληρός και υπερήφανος. Του είπε λοιπόν για να τον διορθώση:
-Αν πραγματικά αποφάσισες να σηκώσης τον ζυγό του Χριστού, εκείνο που πριν απ’ όλα σου ζητώ είναι να ασκής την υπακοή.
-Όπως το σίδερο στον σιδηρουργό, έτσι, αγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στην υπακοή, αποκρίθηκε εκείνος.
Ικανοποιημένος ο ηγούμενος από την απάντηση και την παρομοίωση, προχώρησε αμέσως και έδωσε στον σιδερένιο Ισίδωρο το γύμνασμα του:
-Θέλω, αδελφέ, να στέκεσαι στην πύλη της μονής και στον καθένα που θα μπαίνη ή θα βγαίνη, να βάζης μετάνοια λέγοντας: « Προσευχήσου για μένα, πάτερ, γιατί είμαι επιληπτικός».
Ο Ισίδωρος υπάκουσε στον γέροντα όπως ένας άγγελος υπακούει στον Θεό!
Συμπλήρωσε επτά χρόνια σ’ αυτή την άσκηση και έφθασε σε βαθιά ταπείνωση και κατάνυξη. Τότε ο ηγούμενος, αμείβοντας τη μακρόχρονη καρτερία του, αποφάσισε να τον συγκαταριθμίση στους αδελφούς και επιπλέον να τον χειροτονήση κληρικό! Εκείνος όμως τον ικέτευσε να τον αφήση να τελειώση τον δρόμο του με την ίδια άσκηση. Στην παράκληση του μάλιστα αυτή άφηνε κάπως να εννοηθή ότι έφθανε στο τέλος του, ότι πλησίαζε η ώρα που θα τον καλούσε ο Θεός κοντά Του. Έτσι κι έγινε! Ο ηγούμενος τον άφησε στην ίδια θέση και ύστερα από δέκα μέρες « δι’ αδοξίας ενδόξως εξεδήμησε» προς τον Κύριο. Επτά μέρες μετά την κοίμηση του παρέλαβε κοντά του και τον θυρωρό της μονής. Του είχε πει:
-Εάν βρω παρρησία στον Κύριο, σύντομα θα σ’ έχω κοντά μου, για να είμαστε κι εκεί αχώριστοι.
Έτσι ο Θεός φανέρωσε ότι ευαρεστήθηκε από τη θαυμαστή καρτερία του Ισιδώρου.
Πριν κοιμηθεί ο μεγάλος αυτός αθλητής, ρωτήθηκε από τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, τι ένιωθε μέσα του, καθώς βρισκόταν εκεί, εμπρός στην πύλη της μονής, και έβαζε ταπεινά μετάνοια στον καθένα:
-Στην αρχή, αποκρίθηκε εκείνος, συλλογιζόμουν ότι πουλήθηκα για τις αμαρτίες μου. Γι’ αυτό με πολλή πικρία και βία και αιματηρό αγώνα έβαζα τις μετάνοιες. Όταν όμως συμπληρώθηκε ένας χρόνος, δεν ένιωθα λύπη, αλλά περίμενα από τον Θεό τον μισθό της υπομονής μου. Και όταν πέρασε άλλος ένας χρόνος, ένιωθα βαθιά συναίσθηση, πως ήμουν ανάξιος να μένω μέσα στο μοναστήρι, να βλέπω και να συναντώ τους πατέρες, να μεταλαμβάνω τα άχραντα μυστήρια και να αντικρύζω οποιονδήποτε. Ρίχνοντας λοιπόν κάτω το βλέμμα και πιο κάτω την υπόληψη του εαυτού μου ικέτευα τους αδελφούς να προσεύχονται για μένα.
( Κλίμαξ)
( Χαρίσματα και Χαρίσματα, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.141-142)