Κάποια μέρα, στα Κατουνάκια, ένας γείτονας μοναχός, Κρητικός στην καταγωγή, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει άδικα τον Γερο-Εφραίμ (σ. αγιορείτη ασκητή, επιλεγόμενο «Βαρελά», στον οποίο ήταν στην αρχή υποτακτικός ο μετέπειτα γέροντας Ιωσήφ), για κάποιο οροθέσιο κοντά στην καλύβη τους.
-Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος…
Του ’λεγε, και ο Γερο- Εφραίμ, επειδή ήταν πολύ πράος και απλός, δεν ήθελε να απαντήσει και γι’ αυτό φώναζε:
-Τι τραβάω απ’ αυτόν τον άνθρωπο! Τι τραβάω απ’ αυτόν τον άνθρωπο!
Ο Φραγκίσκος (σ. έτσι ονομαζόταν ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής ως δόκιμος), νέος τότε με ζωντανά τα πάθη ακόμα μέσα του, μόλις είδε το σκηνικό άναψε από τον θυμό. Σκέφθηκε να βγει έξω αγανακτισμένος και να «τακτοποιήσει» τον αγενή γείτονα, διότι άδικα στενοχωρούσε τον Γέροντά του.
Η καρδιά του νεαρού υποτακτικού άρχισε να κτυπάει γρήγορα, το αίμα να βράζει και ο νους να θολώνει, διότι ήταν εκ φύσεως λίαν θυμώδης. Ο λογισμός του έλεγε: «Βγες έξω και κτύπα τον!»
Κατάλαβε όμως πως, εάν έβγαινε έξω, δεν μπορούσε να προβλέψει πού θα έφθανε. Σαν ανδρείος και ορμητικός που ήταν, θα έκανε μεγάλη ζημιά. Γι’ αυτό μόλις είδε τον κίνδυνο κρατήθηκε και αμέσως έτρεξε μέσα στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού. Έπεσε ξαπλωτός κάτω στο πάτωμα του ναού και με δάκρυα και λυγμούς άρχισε να επικαλείται την Παναγία μας να τον συγκρατήσει από κάποια ακραία συμπεριφορά.
«Βοήθα με! Βοήθα με, τώρα, Παναγία μου, να μη βγω έξω! Βοήθα με! Χριστέ μου, σώσε με. Διότι αν βγω έξω τώρα, δεν ξέρω τι θα γίνει. Βοήθα με, σώσε με, κατεύνασε το πάθος».
Κλαίγοντας και οδυρόμενος βρέχοντας το έδαφος με την πλημμύρα των δακρύων του, το πάθος του θυμού υποχώρησε και ο νεαρός υποτακτικός ηρέμησε και λογικεύθηκε. Και αφού ειρήνευσε, βγήκε έξω και τακτοποίησε το πράγμα με πολλή αγάπη και γλυκύτητα:
«Ε, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο. Δεν ήρθαμε εδώ να κληρονομήσουμε καλύβες και ελιές και βράχια. Εδώ ήρθαμε για την ψυχή μας, ήρθαμε για αγάπη. Αν χάσουμε την αγάπη, χάσαμε τον Θεό. Αυτά θα τ’ αφήσουμε, αλλά την αγάπη θα την πάρουμε και θα πάρουμε και το μίσος. Και τι βγαίνει, Γέροντα, εμείς αφήσαμε γονείς, αφήσαμε τόσα και τόσα και τώρα θα μαλώσουμε γι’ αυτό, θα γίνουμε ρεζίλι «Αγγέλοις και ανθρώποις» και σ’ όλη την κτίση;»
Και έτσι ο άξεστος μοναχός υποχώρησε. Και ο Γέροντας Ιωσήφ εκ των υστέρων ομολογούσε: «Αν δεν κυριαρχούσα στον θυμό μου εκείνη τη μέρα, ίσως και να σκότωνα τον μοναχό, γιατί είχα τόση ανδρεία και δύναμη μέσα μου, που μπορούσα να τα βάλω με δέκα και να τους νικήσω. Έτσι ήταν η πρώτη νίκη που έκανα στο αρχικό μου στάδιο. Από τότε ένιωσα τον θυμό, την οργή να έχει πέσει, να μην έχει αυτή την ένταση. Η πραότης άρχισε να μου θωπεύει την καρδιά».
Πάντως, εκείνος ο αγροίκος γείτονας δημιουργούσε και πολλούς άλλους πειρασμούς στον Φραγκίσκο. Το τι τραβούσε απ’ αυτόν δεν λέγεται! Έκανε όμως μεγάλη υπομονή, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα που έγραψε: «Εάν θελήσω να διηγούμαι τα όσα υπέφερα καθ’ ημέραν από το πάθος της οργής, πρέπει να κάμω βιβλίον! Διότι ο Θεός, θέλων να με ελευθερώσει, μου έφερνε όλα τα επιτήδεια! να με ενοχλούν αδίκως, να με υβρίζουν, να με πειράζουν! Όχι πειράγματα έτσι απλώς, αλλά δυνάμενα να κάμουν φόνον! Και υπομένων και πνίγων μέσα τον Σατανάν με την άκραν υπομονήν έλαβον άφεση του κακού».
(από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, σ. 72-74)