Η αναχαίτησις της θαλάσσης
Ποθώντας την ησυχία ο λαμπρότατος φωστήρας της ερήμου όσιος Θεόγνιος ήρθε και κατοίκησε σ’ ένα σπήλαιο κοντά στο κοινόβιο του αγίου Θεοδοσίου, μεταξύ της Βηθλεέμ και της λαύρας του αγίου Σάββα.
Στο σπήλαιο αυτό έζησε ησυχαστική ζωή για λίγο χρονικό διάστημα και, αφού αναδείχθηκε ναός του Αγίου Πνεύματος και θωρακίσθηκε με θεία δύναμι, άρχισε να θεραπεύη θαυματουργικά χρόνιες ασθένειες και να επιτελή πολλά θαύματα.
Όταν η φήμη του απλώθηκε, έχτισε περίλαμπρο κοινόβιο σε προσιτότερο τόπο. Αργότερα χειροτονήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Ηλία επίσκοπος του Βιτυλίου, μιας παραθαλάσσιας πολίχνης που απέχει 130 χιλιόμετρα από την αγία πόλι. Μολονότι χωρίς τη θέλησί του, ο θείος Θεόγνιος δέχθηκε την επισκοπή και εγκαταστάθηκε στην πολίχνη εκείνη.
Ενώ λοιπόν ζούσε εκεί, η θάλασσα κάποτε υψώθηκε, πλημμύρισε την ξηρά και χτύπησε με άγρια κύματα την πολίχνη, απειλώντας να την ξεθεμελιώση βίαια και να την εξαφανίση. Μάλλον όμως ο Θεός οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε οι κάτοικοι να σωφρονιστούν και να φανερωθή η χάρις που είχε αποκτήσει ο όσιος. Γιατί οι κάτοικοι, βλέποντας τα κύματα να υψώνονται σαν βουνά, κατατρόμαξαν και κατέφυγαν στον δίκαιο ικετεύοντας τον να χαλιναγωγήση με τη δύναμι της προσευχής του την ορμή της θαλάσσης.
Ο μεγάλος αγωνιστής της αρετής Θεόγνιος υποχώρησε στις πολλές παρακλήσεις τους, κατέβηκε στην ακρογιαλιά και μπαίνοντας στη θάλασσα στερέωσε ένα σταυρό εκεί που ήταν προηγουμένως τα όρια της, λέγοντας προς αυτήν τα λόγια της Γραφής: «Τάδε λέγει Κύριος• μέχρι του σημείου τούτου ελεύση και ουχ υπερβήση, αλλ’ εν σεαυτή συντριβήσονταί σου τα κύματα».
Αφού έστησε τον σταυρό, γύρισε πίσω. Αμέσως η θάλασσα ξαναγύρισε στα παλαιά της όρια και από τότε όσο κι αν φουρτούνιαζε, μόλις άγγιζε τον σταυρό που είχε στήσει ο όσιος, αναχαιτιζόταν και οπισθοχωρούσε.
(Βίοι οσίων Ιωάννου,…)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 121-122)