Ο MAPKIANOΣ ήταν ιερέας στην Κωνσταντινούπολη, αγιώτατος άνθρωπος. Ανάμεσα στις άλλες αρετές που τον στόλιζαν, υπερείχαν η ακτημοσύνη και η ελεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός!
Καθώς στεκόταν πολύ ψηλότερα από κάθε γήινο αγαθό, ο Μαρκιανός δεν απέκτησε ποτέ πράγμα δικό του, που να έχει κάποια άξια, ούτε δεύτερο ενδυμα. Όταν οι γνωστοί του του χάριζαν κάτι, το έδινε αμέσως στον πρώτο φτωχό που θα συναντούσε στον δρόμο του.
Την Κυριακή που θα γίνονταν τα εγκαίνια της εκκλησίας της Αγίας Αναστασίας, που ήταν η ενορία του, έφυγε ξημερώματα από την φτωχή καμαρούλα του να ετοιμάσει το Άγιο Βήμα. Θα λειτουργούσε ο Πατριάρχης με άλλους αρχιερείς. Θα πήγαινε κι ο αυτοκράτορας με όλους τους άρχοντες του στα εγκαίνια.
Σαν έφτασε στην Αγία Αναστασία κι ήταν έτοιμος ν’ ανοίξει την εξώθυρα του μεγαλοπρεπέστατου ναού, που αυτός ο ίδιος με την απαράμιλλη δραστηριότητά του είχε ανακαινίσει, τον πλησίασε ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, γυμνός, μελανιασμένος από το κρύο. Έδειχνε να υποφέρει πολύ. Άπλωσε διστακτικά το χέρι να του γυρέψει ελεημοσύνη. Ο Μαρκιανός έψαξε τις τσέπες του. Αλλά, συνηθισμένο πράγμα σ’ αυτόν, δεν βρήκε χρήματα. Έπρεπε όμως να δώσει κάτι σ’ εκείνον τον δυστυχή, και μάλιστα χρήσιμο. Του ράγισε την καρδιά η γύμνια του, το τρεμούλιασμά του. Ο φιλάνθρωπος ιερέας πήρε την απόφασή του. Θα του έδινε τα ρούχα του. Δεύτερα δεν είχε, αλλά αυτό δεν τον πείραζε. Τώρα θα φορούσε τα ιερατικά του, αφού θα έπαιρνε μέρος στην Λειτουργία. Πήγε στο σκευοφυλάκιο, φόρεσε τα άμφιά του, και όλα του τα ρούχα τα έδωσε στον φτωχό. Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό μπροστά σε τόση καλοσύνη.
Ήρθαν στο μεταξύ και οι άλλοι κληρικοί με τον Πατριάρχη και άρχισε η Θεία Λειτουργία. Μα κάτι παράδοξο συνέβαινε εκείνη την ημέρα. Τα βλέμματα του εκκλησιάσματος, από του αυτοκράτορα ως του τελευταίου πιστού, είχαν καρφωθεί πάνω στον Μαρκιανό. Το ίδιο και των κληρικών μέσα στο Άγιο Βήμα. Δύο μάλιστα απ’ αυτούς είχαν αρχίσει να σιγοψιθυρίζουν τις επικρίσεις τους.
- Πού βρήκε άραγε την χρυσοΰφαντη στολή; Αυτός δεν είχε ποτέ του χρήματα. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται.
- Δεν βαριέσαι... Υποκρισίες. Κοίταξε, αδελφέ μου, και με διαμάντια κεντημένη. Ε, αυτό πια καταντά σκάνδαλο.
Όταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας βγήκε με το Άγιο Ποτήριο να κοινωνήσει τον κόσμο ο Μαρκιανός, ένας ψίθυρος θαυμασμού ακούστηκε από τα χείλη όλων. Η εκκλησία άστραψε από το φεγγοβόλημα των αμφίων του.
- Ένας ανώτερος κληρικός πλησίασε τότε τον Πατριάρχη με φανερή αγανάκτηση και του είπε:
- Δεν πρέπει η αγιοσύνη σου, Δέσποτα, να παραλείψει να συστήσει κάποια μετριότητα σ’ αυτόν τον άσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στον βασιλιά.
Ο αγαθός γέρο-Πατριάρχης άρχισε να στενοχωριέται με τις διαμαρτυρίες του ιερατείου του. Είχε φυσικά κι ο ίδιος απορήσει με την πρωτοφανή πολυτέλεια των αμφίων που φόρεσε -έτσι τουλάχιστον νόμιζε- για την πανήγυρη ο Μαρκιανός. Τον γνώριζε όμως πολύ καλά για να τον χαρακτηρίσει ματαιόδοξο. Ωστόσο, αποφάσισε να του κάνει λόγο γι’ αυτό. αμέσως λοιπόν μετά την απόλυση και προτού ακόμη βγάλουν και οι δυό τα ιερατικά, φώναξε τον Μαρκιανό στο σκευοφυλάκιο.
- Που βρήκες την στολή αυτή, Μαρκιανέ; τον ρώτησε σε τόνο αυστηρό. Θα έλεγε κανείς πως πήρες την απόφαση να συναγωνιστείς σε πολυτέλεια τον αυτοκράτορα. Ο ιερέας πρέπει να είναι μέτριος στην εμφανισή του, για να μην σκανδαλίζει τον λαό και μάλιστα τις φτωχότερες τάξεις.
Ο ιερέας έριξε πρώτα ένα φευγαλέο βλέμμα στα φτωχικά λινά του άμφια, τα μοναδικά που είχε για να ιερουργεί. Έπειτα κοίταξε με απορία τον Επίσκοπό του.
- Για ποιά στολή μιλά η αγιοσύνη σου, Δέσποτα; αν πρόκεται γι’ αυτήν που φορώ, είναι η ίδια που πήρα από τα χέρια σου, όταν πριν από εικοσιπέντε χρόνια με χειροτόνησες Πρεσβύτερο.
Ο Πατριάρχης συνοφρυώθηκε. Ε, ήταν πάρα πολύ να προσπαθεί να τον ξεγελάσει μπροστά στα
μάτια του.
- Κι αυτή εδώ; του φώναξε, παίρνοντας στα χέρια του το φελόνι.
Τότε παρατήρησε πως κάτω από τ’ άμφιά του ο Μαρκιανός ήταν γυμνός κι εκείνη η πολύτιμη στολή, που είχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό και θόρυβο, δεν ήταν άλλη από την συνηθισμένη, με την οποία τόσα χρόνια τώρα τον έβλεπε να λειτουργεί.
- Ποιός σε γύμνωσε, Μαρκιανέ; ρώτησε έκπληκτος ο Πατριάρχης.
Ο άξιος λειτουργός του Υψίστου πήρε στα χέρια του το Άγιο Ευαγγέλιο, που μόλις προ ολίγου είχε τοποθετήσει στην θήκη του και το έδειξε στον αρχιερέα.
- Αυτό με γύμνωσε, άγιε Δέσποτα.
Κατασυγκινημένος ο γέρο-Πατριάρχης έσφιξε στην αγκαλιά του τον Μαρκιανό και φιλώντας τον πατρικά του είπε:
- Ω, αν όλοι οι ιερείς σε μιμούνταν, παιδί μου, δεν θα είχαμε ανάγκη εκκλησιαστικών ρητόρων. Θα κήρυττε το φωτεινό τους παράδειγμα.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 98-100)