ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ ακόμη για τον Άγιο Μαρκιανό -γιατί αγίασε ο καλός εκείνος ιερέας της Αγίας Αναστασίας- ότι τις νύχτες γύριζε στις φτωχές συνοικίες της πόλεως και περιμάζευε τους εγκαταλελειμμένους νεκρούς. Τους έπλενε με τα χέρια του, τους σαβάνωνε και τους πήγαινε στην εκκλησία για να τους διαβάσει και να τους θάψει το άλλο πρωί. Κι είχε αποκτήσει την συνήθεια να μην αφήνει μόνο στην εκκλησία τον νεκρό προτού τον ασπασθεί.
Κάποτε λοιπόν έγινε αυτό το παράδοξο: Ο νεκρός ήταν ένας πολυβασανισμένος γέρος, χτυπημένος από την ζωή. Έμοιαζε σαν να είχε αντικρίσει με ανακούφιση τον θάνατο. Ο Άγιος Μαρκιανός τον περιποιήθηκε μ’ όλη του την καρδιά, λες και το ένιωθε ο νεκρός. Τέλος, τον τοποθέτησε στο νεκροκρέββατο στον νάρθηκα της εκκλησίας. Έτοιμος να φύγει πια, γυρίζει στον νεκρό και του λέει:
- Έλα, αδελφέ μου, να φιληθούμε, σαν παιδιά του Χριστού.
Κι ο νεκρός με ευγνωμοσύνη, υπακούοντας στην πρόσκληση του ευεργέτη του ανακάθισε στο φέρετρο, αντάλλαξε μαζί του αδελφικό ασπασμό κι έγειρε πάλι για τον αιώνιο ύπνο του. Ο Άγιος βγήκε αθόρυβα από την εκκλησία σαν να είχε συμβεί το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Μα κάποιος άλλος ιερέας, που έτυχε να βρίσκεται την ώρα εκείνη στην εκκλησία, παρακολούθησε αθέατος την εκπληκτική σκηνή κι έτσι από στόμα σε στόμα διαδόθηκε σ’ ολόκληρη την πόλη.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 100-101)