Τέτοια ψυχική διάθεση πρέπει να έχουν και τώρα όσοι επικρίνονται, να κλαίνε δηλαδή και να οδύρονται, ν’ αγαπούν τους δασκάλους και να τους αναζητούν πιο πολύ από τους γονείς τους. Γιατί οι γονείς μας δίνουν τη ζωή, ενώ οι δάσκαλοι την καλή ζωή. Έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις επικρίσεις των γονέων, έτσι πρέπει να συμπάσχουν οι πνευματικοί ηγέτες με τους αμαρτωλούς. Γιατί δεν εξαρτώνται τα πάντα από αυτούς, αλλά και από εσάς. Γιατί, αν δει ο αμαρτωλός από τη μια τον πατέρα του να τον επικρίνει και από την άλλη τον αδελφό του να τον κολακεύει, γίνεται αδιάφορος. Όταν κατακρίνει ο πατέρας, δείξε και συ ότι αγανακτείς, ή γιατί ενδιαφέρεσαι για τον αδελφό σου ή γιατί είσαι σύμφωνος με τον πατέρα σου. Δείξε πολύ ενδιαφέρον και πως λυπάσαι όχι γιατί τον κατέκριναν, αλλά γιατί αμάρτησε. Αν όμως εγώ προσπαθώ να οικοδομήσω κι εσύ γκρεμίζεις, τί ωφελήσαμε περισσότερο εκτός από κόπους που δεχθήκαμε; ’Η καλύτερα δεν είναι μόνο αυτή η ζημιά σου, αλλά προετοιμάζεις και τιμωρία για τον εαυτό σου. Γιατί, όποιος δεν αφήνει να θεραπευθεί η πληγή, δεν έχει μικρότερη ευθύνη, αλλά μεγαλύτερη. Γιατί δεν είναι ίσο το να πληγώνεις κάποιον με το να εμποδίσεις να θεραπευθεί η πληγή. Καθόσον το δεύτερο έχει οπωσδήποτε σαν αποτέλεσμα το θάνατο, ενώ το πρώτο όχι οπωσδήποτε.
Αυτά σας τα είπα, για να δείχνετε ότι συμφωνείτε με τους πνευματικούς ηγέτες, όταν αγανακτούν δίκαια, ώστε, όταν δείτε κάποιον να επιτιμάται, να τον αποστρέφεσθε όλοι σας περισσότερο από ό,τι ο δάσκαλος. Εσάς να φοβάται περισσότερο παρά τους άρχοντες, όποιος κάνει αμαρτίες. Γιατί, αν φοβηθεί μόνο το δάσκαλο, σύντομα θα ξανααμαρτήσει, αν όμως τον επιτηρούν ολόγυρα τόσα μάτια, τόσα στόματα, θα είναι πιο εξασφαλισμένος. Γιατί, όπως θα τιμωρηθούμε πολύ βαριά, αν δεν ενεργούμε έτσι, έτσι και, αν εκτελούμε αυτά, θα πάρουμε την αμοιβή μας για τη διόρθωση της οποίας γίναμε αίτιοι. Ας ενεργούμε λοιπόν έτσι. Κι αν πει κάποιος ‘δείξε φιλανθρωπία προς τον αδελφό σου, γιατί αυτό ταιριάζει στους Χριστιανούς’, ας γνωρίζει, ότι φιλανθρωπία δείχνει εκείνος που θυμώνει, όχι εκείνος που καλεί πρόωρα και δεν αφήνει να συνειδητοποιήσει την αμαρτία του. Γιατί πες μου, σε παρακαλώ, ποιός ευσπλαχνίζεται εκείνον που έχει πυρετό και τον έχει πιάσει παραμιλητό; εκείνος που τον ξαπλώνει στο κρεβάτι, τον κρατεί με τη βία εκεί και δεν του δίνει φαγητά και πιοτά που βλάπτουν, ή εκείνος που του προσφέρει άφθονο κρασί και δεν του επιβάλλει κανένα περιορισμό, αλλά τον αφήνει να κάνει όσα κάνει και ο υγιής; Δεν ενισχύει και χειροτερεύει την αρρώστια εκείνος που παρουσιάζεται σαν φιλάνθρωπος, ενώ ο άλλος τον θεραπεύει;
Με τέτοια κριτήρια ενεργούμε και στο δικό μας τομέα. Φιλανθρωπία θεωρούμε να μην ικανοποιούμε πάντοτε τις απαιτήσεις των αρρώστων και να μην κολακεύουμε τις παράλογες επιθυμίες τους. Κανένας δεν αγαπούσε τον Κορίνθιο πόρνο πιο πολύ απ’ τον Παύλο, που πρόσταζε να τον παραδώσουν στο σατανά. Κανένας δεν τον μισούσε τόσο, όσο εκείνοι που τον χειροκροτούσαν και τον υπηρετούσαν, και το έδειξε το τέλος. Γιατί εκείνοι και τον έκαναν να φουσκώσει από κομπασμό και την πληγή του μεγάλωσαν, ενώ αυτός αντίθετα και προσπαθούσε να τον νουθετήσει και δε σταμάτησε, ώσπου τον οδήγησε στη σωστή υγεία του. Και οι πρώτοι βέβαια πρόσθεσαν κι άλλο κακό στο κακό που υπήρχε, ενώ αυτός ξερίζωσε και εκείνο που υπήρχε. Αυτούς τους κανόνες φιλανθρωπίας ας μάθουμε κι εμείς. Γιατί, αν δεις αφηνιασμένο άλογο, που να τρέχει προς το γκρεμό, του βάζεις χαλινό και το συγκρατείς με πολλή δύναμη και το μαστιγώνεις πολλές φόρες, αν και βέβαια αυτό είναι τιμωρία, αλλά η τιμωρία αυτή είναι μητέρα σωτηρίας. Έτσι ενέργησε και για εκείνους που αμαρτάνουν. Δέσε αυτόν που κάνει αμαρτίες, ώσπου να τον ευσπλαχνισθεί ο θεός. Μην τον αφήσεις λυμένο, για να μην τον δέσει περισσότερο η οργή του Θεού. Αν τον δέσω εγώ, δε θα τον δέσει ποτέ ο θεός, αν όμως δεν τον δέσω εγώ, του απομένουν τα αιώνια δεσμά. Γιατί, αν κρίναμε τους εαυτούς μας, δε θα κρινόμασταν. Μη νομίζεις
λοιπόν πώς αυτό είναι σκληρό και απάνθρωπο, αλλ΄ είναι αποτέλεσμα της πιο μεγάλης καλοσύνης, της άριστης θεραπείας και της μεγάλης φροντίδας.
Αλλά, λέγει, αρκετό χρόνο τιμωρήθηκαν. Μα πες μου, πόσο; Ένα χρόνο; δύο χρόνια; τρία; Δεν ζητώ αυτό, τη χρονική διάρκεια, αλλά τη διόρθωση της ψυχής. Δείξε μου λοιπόν αυτό, αν ένιωσαν βαθιά συγκίνηση, αν άλλαξαν, και το παν κατορθώθηκε. Γιατί, αν δε γίνει αυτό, δε υπάρχει κανένα όφελος από τη διάρκεια του χρόνου. Γιατί δεν εξετάζουμε αν επιδέθηκε πολλές φόρες το τραύμα, αλλά αν του πρόσφερε κάποια ωφέλεια το δέσιμο. Αν θεραπεύτηκε και μέσα σε λίγον καιρό, ας μη μείνει άλλο το δέσιμο αν όμως δε θεραπεύτηκε, ας παραμείνει το δέσιμο και μετά δέκα χρόνια και κριτήριο για το λύσιμο του επιδέσμου ας είναι αυτό, η ωφέλεια του αρρώστου. (ΕΠΕ 19,395-399)