35. «Φαεινήν λυχνίαν σε, ο Προφήτης έβλεψεν, Αγνή, λαμπάδιον νοητόν φέρουσαν Χριστόν» (Π).
Ο ύμνος αυτός αναφέρεται στην προφητεία του Ζαχαρίου: «Εώρακα και ιδού λυχνία χρυσή όλη και το λαμπάδιον επάνω αυτής και επτά λύχνοι επάνω αυτής» (δ' 2) . Η προφητεία προτυπώνει την Θεοτόκο που εβάστασε το «φώς του κόσμου» (Ιω. η' 12), τον Χριστό και πάνω στην οποία κατέβηκε η φλόγα του Αγίου Πνεύματος.
Στην προτύπωσι αυτή φαίνεται ο στενός σύνδεσμος της Θεοτόκου με τον Θεάνθρωπο. Το φώς της θεότητος υποβαστάζεται από την ανθρώπινη λυχνία, την Αειπάρθενο. Ο ρόλος της λυχνίας είναι βασικός και απαραίτητος στην μετάδοσι του φωτός. Όπως είπε ο Κύριος: «Ου καίουσι λύχνον και τιθέασι αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ΄ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε' 15). Χωρίς την λυχνία είναι αδύνατη η ευεργετική ακτινοβολία του φωτός.
Στον ρόλο αυτό της Θεοτόκου βρίσκομε μερικά στοιχεία για την επίλυσι του θέματος της ιερωσύνης των γυναικών. Η Θεοτόκος, αν και πήρε δύο φορές το Άγιον Πνεύμα, δεν θεωρείται ότι πήρε το ιερατικό χάρισμα, την Ιερωσύνη. Ο θεσμός της Ιέρειας είναι εντελώς άγνωστος στο Χριστιανισμό. «Η Παρθένος δεν είναι διόλου επίσκοπος... Η ιερατική τάξι είναι μια ανδρική λειτουργία της μαρτυρίας...Η γυναίκα δεν μπορεί να γίνη ιέρεια χωρίς να αυτοπροδοθή» (Ε, 312 εξ.). Ο ρόλος της Παρθένου ήταν όχι να δώση μαρτυρία για τον Χριστό, αλλά να γεννήση και να βαστάση τον Χριστό. «Και η γυναίκα προπαντός άλλου κατέχει το μητρικό αυτό χάρισμα να γεννά τον Χριστό στις ψυχές των ανθρώπων» (Ε, 328) .
Ο ρόλος κάθε γυναίκας είναι να γίνεται διπλή μάνα: Να γεννάη δηλαδή τα παιδιά της κατά σάρκα και κατά πνεύμα. Ωρισμένες γυναίκες δέχονται την κλήσι της πρεσβυτέρας, της συζύγου του ορθοδόξου Ιερέως. Αυτές παίζουν τον ρόλο της λυχνίας: βαστάζουν το Φώς της Ιερωσύνης! Δεν είναι οι ίδιες ιέρειες, είναι όμως τα κηροπήγια που στηρίζουν τις λαμπάδες της Ιερωσύνης εμπρός και επάνω στο ιερό θυσιαστήριο. Υπό την έννοια αυτή, στην Ορθοδοξία, άνδρες και γυναίκες μετέχουν στο ιερατικό ήθος. Η έκφρασις της συμμετοχής αυτής γίνεται κατά διάφορο τρόπο, στον άντρα και τη γυναίκα, που όμως δεν καταλύει, αλλά ολοκληρώνει το ιερατικό λειτούργημα μπροστά στον Θεό.
36. «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει» (Ησ. ζ' 14).
Για την Θεοτόκο καθαρώτερα απ΄ όλους της Π. Διαθήκης, μίλησε ο προφήτης Ησαΐας: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ»! Στην προφητεία αυτή διατυπώνεται πια καθαρά η σύλληψις και γέννησις του Θεανθρώπου από την Παρθένο Μαρία, γεγονός για το οποίο ο προφήτης Ησαΐας ωνομάσθηκε «Πέμπτος Ευαγγελιστής»!
Οι προφήτες έβλεπαν με τα μάτια και μιλούσαν με το στόμα δια του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα, καθώς προχωρούσε «το πλήρωμα του χρόνου» τους έδειχνε όλο και πιο καθαρά το μεγάλο γεγονός της Ενσαρκώσεως, σε κάθε δε Προφήτη φανέρωνε και κάτι πιο συγκεκριμένο γύρω από το μεγάλο αυτό μυστήριο, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Οι Άγιοι είναι οι πρώτοι που μαθαίνουν τα μυστικά του Θεού. Είναι οι φίλοι του Θεού. Οι Άγιοι βρίσκονται σε επαφή και επικοινωνία με τον Θεό, μετέχουν στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Και η συμμετοχή αυτή των Αγίων στη ζωή του Θεού είναι γι΄ αυτούς πηγή χαράς, ευτυχίας, αλλά και γνώσεως. Οι άγιοι έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν τα μυστικά του μέλλοντος, διότι είναι «πλήρεις Πνεύματος Αγίου» (Πραξ. στ' 3) , το Οποίο –κατά την μαρτυρία του απ. Παύλου – αποκαλύπτει τα μυστικά του Θεού: «Ημίν (δηλαδή στους Αγίους Αποστόλους) ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος αυτού· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού» (Α' Κορ. β' 10) .
Οι άνθρωποι μαθαίνουν τα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν και που συμβαίνουν στο παρόν. Κανείς όμως δεν μπορεί να σπάση το φράγμα του χρόνου και να γνωρίση πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. Μόνον οι Άγιοι σπάζουν το φράγμα αυτό. Και τούτο όχι με δική τους ικανότητα, αλλά με τη δυνατότητα του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο τους κάνει ικανούς να βλέπουν καθαρά «όσα δει γενέσθαι μετά ταύτα» (Αποκ. δ' 1) . Ό,τι είναι για μας η τηλεόρασις, το ραδιόφωνο και το ραντάρ (και για τη διάστασι μόνο του παρόντος) είναι για τους Αγίους το Άγιο Πνεύμα και για όλες τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 59-61 )