Μιά εκμυστήρευσις
Ο γέρων Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης (1959) προώθησε σημαντικά την νηπτική ζωή στο Άγιο Όρος.
Η ασκητική του αυταπάρνησις ήταν παροιμιώδης.
Συνδυασμένη μάλιστα με την γλυκύτητα της αγάπης προσήλκυσε κοντά του πνευματικούς αετούς.
Εδώ αναφέρουμε ένα επεισόδιο εκδηλώσεως του διορατικού του χαρίσματος, όπως ο ίδιος το περιέγραψε στον ομώνυμο υποτακτικό του γέροντα Ιωσήφ τον Νεοσκητιώτη:
« Καθόμουν εδώ στο παράθυρο μου γονατιστός στα κουρέλια μου και έλεγα την ευχή.
Σε μια στιγμή, όπως κρατούσα τον νου στην ενέργεια της ευχής, αυξήθηκε περισσότερο το φως και ο νους μου άρχισε να πλατύνεται και να περισσεύη τόσο που όλα μου έγιναν φωτεινά πλέον και έβλεπα όλη την πλευρά του τόπου μας ( ήταν στην Μικρά Αγία Άννα), από τα Κατουνάκια ως τα μοναστήρια κάτω, μέχρι την Δάφνη, καθώς και πίσω μου, και τίποτε δεν μου ήταν αφανές ή άγνωστο.
Το δε φως δεν ήταν τόσο, όπως τούτο το φυσικό που δίνει ο ήλιος ή το τεχνητό που κάνουν οι άνθρωποι αλλά ήταν φως εξαίσιο, λευκό, άϋλο που δεν είναι μόνον απ’ έξω καθώς τούτο το φυσικό που επιτρέπει στους έχοντας όρασι να βλέπουν εξωτερικά.
Το φως εκείνο είναι και μέσα στον άνθρωπο και το αισθάνεται σαν δική του πνοή και τον γεμίζει σαν τροφή και αναπνοή και τον ελαφρύνει από το φυσικό του βάρος και τον μεταμορφώνει έτσι που να μην ξέρη αν έχει σώμα και βάρος ή κάποιον περιορισμό.
Τότε είδα τον αδελφό Αθανάσιο να έρχεται προς εμάς από την στράτα του Αγίου Παύλου φορτωμένος με τον μεγάλο ντορβά του και έμεινα να τον παρακολουθώ εώς ότου ήρθε μέχρις εδώ. Τον έβλεπα σε όλες του τις κινήσεις.
Τον έβλεπα εκεί που καθόταν να ξεκουρασθή ή ν’ ακουμπήση το φορτίο του.
Τον έβλεπα στην πηγή της Αγίας Άννης στον μύλο όπου σταμάτησε και ήπιε νερό και μέχρι που έφθασε στην πόρτα μας και πήρε το κλειδί και άνοιξε και μπήκε μέσα και ήρθε μπροστά μου και έβαλε μετάνοια.
Όταν ο νους του ανθρώπου καθαρίση, χώρια που έχει και δικό του φωτισμό, δέχεται επιπροσθέτως και τον φωτισμό της Θείας Χάριτος». (Ιωσήφ ο Ησυχαστής)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.98-99)