ΈΝΑΣ Γέροντας Ερημίτης ξεκίνησε για το πιο κοντινό χωριό να πουλήσει τα πανέρια του.
Στον δρόμο που πήγαινε, τον βρήκε ο διάβολος κι απ’ την πολλή κακία που του είχε, άρπαξε τα πανέρια από τα χέρια του κι έγινε άφαντος.
Τότε ο Γέροντας, χωρίς να στενοχωρηθεί καθόλου, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε:
- Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με απάλλαξες από το φορτίο μου κι από τον κόπο να κατέβω στο χωριό.
Τότε ο διάβολος, μην υποφέροντας την αταραξία του Ερημίτη, του πέταξε κατάμουτρα τα πανέρια, φωνάζοντας:
- Πάρ’ τα πίσω, παλιόγερε.
Ο Ερημίτης τα μάζεψε πάλι και συνέχισε τον δρόμο του.
ΜΙΑ μέρα, που καθόταν έξω από την καλύβα του ο Αββάς Μωυσής με επτά από τους μαθητές του και συζητούσαν για πνευματικά ζητήματα, τους είπε ξαφνικά ο Γέροντας:
- Σήμερα θα μας επιτεθούν Βεδουίνοι. Σας συμβουλεύω λοιπόν να σηκωθείτε να φύγετε, για να σωθείτε.
- Εσύ, Αββά, τί θα κάνεις; τον ρώτησαν εκείνοι.
Ο Γέροντας φάνηκε μια στιγμή συνεπαρμένος από βαθιά συγκίνηση.
- Εγώ, τους είπε ύστερα από μικρή σιωπή, χρόνια τώρα περιμένω αυτή την ευλογημένη ώρα που θα εξιλεώσω τις περασμένες αμαρτίες μου. Πώς αλλιώς θα πραγματοποιηθεί ο λόγος του Δεσπότου μου «πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. κστ'52);
- Ούτε κι εμείς φεύγουμε τότε, του δήλωσαν μ’ ένα στόμα εκείνοι. Θα μείνουμε εδώ να πεθάνουμε μαζί σου.
- Εγώ δεν φέρω καμία ευθύνη. Γι’ αυτό ακριβώς σας το προείπα, τους αποκρίθηκε ο Όσιος. ας κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει.
- Να, έφτασαν κιόλας οι βάρβαροι.
Την στιγμή εκείνη περικυκλώσανε την καλύβα άραβες ληστές κι έσφαξαν τον Άγιο Γέροντα και έξι από τους μαθητές του. Ο ένας πρόλαβε και κρύφτηκε. Έτσι, γλύτωσε την σφαγή και είδε επτά στεφάνια να στεφανώνουν τους Οσιομάρτυρες.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 86-87)