Ας θέσουμε λοιπόν για τους εαυτούς μας νόμους καθημερινούς. Προηγουμένως ας αρχίσουμε από τα εύκολα, ας περικόψουμε τους συχνούς όρκους από το στόμα μας, ας επιβάλουμε χαλινό στη γλώσσα, κανένας ας μη ορκίζεται στο Θεό. Δεν υπάρχει εδώ δαπάνη, δεν υπάρχει εδώ κόπωση, δεν υπάρχει εδώ μελέτη χρόνου. Αρκεί να θελήσουμε και το παν θα έχει κατορθωθεί, διότι το πράγμα είναι ζήτημα συνήθειας. Ναι, παρακαλώ και ικετεύω, ας επιδείξουμε μια τέτοια προσπάθεια. Πες μου σε παρακαλώ, εάν σας συμβούλευα να συνεισφέρετε χρήματα, δεν θα συνεισφέρατε ο καθένας πρόθυμα το κατά δύναμη; εάν με βλέπατε να βρίσκομαι στους έσχατους κινδύνους, δεν θα μου δίνατε, αποκόπτοντας ακόμη και από την σάρκα σας, αν βέβαια σας ήταν αυτό δυνατόν; Και τώρα βρίσκομαι σε κίνδυνο, και πολύ μεγάλο, ώστε και αν ακόμη ήμουν μαζί με αυτόν τον κίνδυνο σε φυλακή, να είχα δεχθεί άπειρα πληγήματα, ή να βρισκόμουν σε μεταλλεία, δεν θα υπέφερα πιο πολύ απ’ αυτό. Λοιπόν απλώσατε το χέρι σας και βοηθείστε με. Διότι αντιληφθήκατε πόσος είναι ο κίνδυνος, ώστε να μη μπορέσω να κατορθώσω ούτε το παραμικρό (παραμικρό δε λέγω όσο φθάνει σε πόνο). Τί θα απαντήσω τότε, κατηγορούμενος; 'Γιατί δεν ήλεγξες, γιατί δεν έδωσες εντολές; γιατί δεν έθεσες νόμο; γιατί δεν εμπόδισες αυτούς που δεν πείθονται;’. Δεν μου αρκεί να πω, ότι συμβούλευσα. Αλλά, λέγει, χρειάζονταν και σφοδρότερη επιτίμηση. Άλλωστε και ο Ηλεί νουθετούσε. Αλλ΄ ας μη συμβεί να συγκριθείτε με εκείνα τα παιδιά. Και εκείνος νουθετούσε και έλεγε: «Μη, παιδιά μου, μη κάμνετε τέτοια, είναι κακή η φήμη που ακούω για σας». Αλλά προχωρώντας η Γραφή λέγει, ότι δεν νουθετούσε τους υιούς του. Λέγει δε αυτό, διότι δεν το έκαμνε έντονα και με επίπληξη.
Διότι πώς δεν είναι άτοπο, στις μεν συναγωγές των Ιουδαίων να είναι οι νόμοι τόσο ισχυροί, ακόμη και αν εκείνος που διδάσκει διατάξει να γίνουν όλα, εδώ δε εμείς να έχουμε τόσο πολύ καταφρονηθεί και απορριφθεί; Δεν ενδιαφέρομαι για τη δική μου δόξα (διότι δική μου δόξα είναι η δική σας επιτυχία), αλλά για τη δική σας σωτηρία. Καθημερινά φωνάζω και αντηχεί η διδασκαλία μου στις ακοές σας, αλλά δεν υπάρχει κανένας να ακούει, και τίποτε το φοβερό δεν αποδεικνύω. Φοβάμαι μήπως δώσω λόγο κατά τη μέλλουσα ημέρα της κρίσεως για την άκαιρη αυτή και πολλή φιλανθρωπία. Γι’ αυτό με μεγάλη και λαμπρή φωνή διακηρύσσω σε όλους και διαμαρτύρομαι, ώστε αυτοί που επιδεικνύουν την παράβαση αυτή και που λέγουν τα εκ του πονηρού (διότι αυτό είναι ο όρκος), να μη εισέρχονται στις εκκλησίες. Προθεσμία δε ας είναι σε σας ο παρόντας μήνας, για να κατορθώσετε να αποκόψετε τον όρκο. Διότι μη μου πεις, ότι ΄η ανάγκη των πραγμάτων με καταπιέζει, διότι δεν γίνομαι πιστευτός’. Πρώτα να διακόψεις τη συναναστροφή σου με εκείνους που έχουν τη συνήθεια αυτή του όρκου. Γνωρίζω ότι πολλοί θα μας περιγελάσουν, αλλ΄ είναι καλύτερα να μας περιγελάσουν τώρα, παρά να κλαίμε τότε. Θα μας περιγελάσουν όμως, μόνον όσοι συμπεριφέρονται ανόητα. Διότι, πες μου, ποιός, που έχει νου, θα γελάσει, όταν τηρείται η εντολή; Αν δε συμβεί να γελάσουν, δεν θα γελάσουν εμάς, αλλ΄ αυτοί θα περιγελάσουν το Χριστό. Φρίξατε γι’ αυτό που λέχθηκε; Το γνωρίζω και εγώ.
Αν βέβαια εγώ είχα επιβάλει το νόμο αυτό, για μένα θα ήταν και ο περίγελως, εφόσον δε άλλος είναι ο νομοθέτης, σε εκείνον διαβαίνει ο χλευασμός. Και τότε εμπτύσθηκε ο Χριστός και κτυπήθηκε στο κεφάλι και ραπίσθηκε. Και τώρα ανέχεται αυτά και δεν υπάρχει κάτι παράλογο. Γι΄ αυτό έχει ετοιμασθεί η γέεννα, γι’ αυτό ο αιώνιος σκώληκας. Να πάλι λέγω και διαμαρτύρομαι: όποιος θέλει ας γελά, όποιος θέλει ας χλευάζει, γι’ αυτό βρισκόμαστε εδώ, να μας περιγελούν και να μας χλευάζουν και να υποφέρουμε τα πάντα. «Περικαθάρματα του κόσμου είμαστε», κατά τον μακάριο Παύλο.
Αν κάποιος δεν θέλει να κατορθώσει αυτό το πρόσταγμα, σαν με κάποια σάλπιγγα, με το λόγο απαγορεύω σ’ αυτόν τη διάβαση της εισόδου στους εκκλησιαστικούς χώρους, έστω και αν είναι άρχοντας, έστω και αν αυτός φέρει βασιλικό στέμμα. Ή καθαιρέσατέ με απ’ αυτό εδώ το αξίωμα, ή, εφόσον παραμένω, μη με περιβάλλετε με κινδύνους. Δεν ανέχομαι να ανεβαίνω επάνω στο θρόνο αυτό, αν δεν κατορθώνω σπουδαία πράγματα. Διότι, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, είναι καλύτερα να κατεβώ κάτω. Διότι δεν υπάρχει τίποτε αθλιώτερο από άρχοντα, που δεν ωφελεί καθόλου τους υπηκόους του. Εντείνατε τις δυνάμεις σας περισσότερο, παρακαλώ, και προσέχετε, ή καλύτερα να πούμε, να εντείνουμε τις δυνάμεις μας και οπωσδήποτε θα προκύψει κάτι περισσότερο. Νηστέψατε, παρακαλέσατε το Θεό, και εμείς μαζί σας, ώστε να εκβάλετε την καταστρεπτική αυτή συνήθεια. Δεν είναι δύσκολο να γίνετε διδάσκαλοι της οικουμένης δεν είναι μικρό να ακουσθεί παντού, ότι δεν υπάρχει πια κανένας σ’ αυτή την πόλη που να ορκίζεται. Εάν γίνει αυτό, δεν θα λάβετε μόνο την ανταμοιβή των δικών σας κατορθωμάτων, αλλά και την ανταμοιβή της προσπάθειας για τους αδελφούς, διότι αυτό ακριβώς, που είμαι εγώ για σάς, αυτό θα γίνετε σεις για την οικουμένη.
Οπωσδήποτε και άλλοι με προθυμία θα σας μιμηθούν. Οπωσδήποτε θα γίνετε λύχνος βρισκόμενος επάνω στη λυχνία. Και αυτό είναι, λέγει, το παν; Δεν είναι αυτό το παν, αλλά αυτό είναι αρχή των άλλων. Οπωσδήποτε αυτός που δεν ορκίζεται, θα φθάσει και σε άλλη ευλάβεια, και θέλοντας και μη θέλοντας, και νιώθοντας ντροπή και φόβο.
Αλλά, λέγει, δεν ανέχονται πολλά και αποσκιρτούν. «Αλλ΄ είναι προτιμότερο ένας να κάμνει το θέλημα του Κυρίου, παρά αμέτρητοι παράνομοι». Από αυτό λοιπόν όλα έχουν ανατραπεί, όλα έχουν γίνει άνω κάτω, διότι, όπως ακριβώς στα θέατρα, επιθυμούμε κόσμο πολύ, όχι πλήθος αξιόλογο. Διότι πες μου, τί θα μπορέσει να ωφελήσει ο πολύς κόσμος; Θέλεις να μάθεις, ότι όχλος είναι οι άγιοι και όχι οι πολλοί; Φέρετε σε πολεμο ένα εκατομμύριο και ένα άγιο.Ας δούμε ποιός θα κατορθώσει περισσότερα. Βγήκε ο Ιησούς του Ναυή σε πόλεμο, και μόνος του τα κατόρθωσε όλα, ώστε οι άλλοι σε τίποτε δεν ωφέλησαν. Ο πολύς όχλος, αγαπητέ μου, όταν δεν εκτελεί το θέλημα του Θεού, δεν διαφέρει καθόλου απ’ εκείνους που δεν υπάρχουν. Εύχομαι λοιπόν και επιθυμώ και ευχαρίστως θα κόπιαζα, για να κοσμήσω με πλήθος την εκκλησία, αλλά με πλήθος αξιόλογο. Εάν δε αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε θέλω αυτοί οι λίγοι να είναι αξιόλογοι. Δεν βλέπετε, ότι είναι προτιμότερο να έχουμε ένα λίθο πολύτιμο, παρά αμέτρητους οβολούς; Δεν βλέπετε, ότι είναι προτιμότερο να έχουμε τον οφθαλμό υγιή, παρά ανάπηρο και βαρυνόμενο με πολυσαρκία; Δεν βλέπετε ότι είναι προτιμότερο να έχουμε ένα πρόβατο υγιές, παρά αμέτρητα, γεμάτα από ψώρα; Δεν βλέπετε ότι είναι προτιμότερο να έχουμε λίγα και καλά παιδιά, παρά πολλά και κακά; Δεν βλέπετε ότι στη μεν βασιλεία του Θεού πηγαίνουν λίγοι, στη δε γέεννα πολλοί; Τί υπάρχει ανάμεσα σε μένα και στο πλήθος; ποιά ωφέλεια; Καμιά. Αλλά μάλλον αρρώστια για τους άλλους. Διότι είναι το ίδιο, όπως, εάν κάποιος, ενώ είναι δυνατόν να έχει δέκα υγιείς παρά αμέτρητους αρρώστους, προσθέτει στους δέκα τους αμέτρητους. Οι πολλοί που δεν κατορθώνουν τίποτε, δεν θα προξενήσουν σ΄ εμάς τίποτε άλλο, παρά κόλαση τότε, και στο παρόν αισχύνη. Διότι κανένας δεν θα πει ότι είμαστε πολλοί, αλλά θα μας κατηγορεί ότι είμαστε άχρηστοι. Αυτό λοιπόν πάντοτε μας λέγουν, όταν πούμε, ότι ΄είμαστε πολλοί’, αλλά ’κακοί’, μας λέγουν.
Να πάλι απαγορεύω και φωνάζω με καθαρή φωνή, (κανένας ας μη νομίζει, ότι είναι περίγελως). Θα εμποδίσω και δεν θα επιτρέψω σ’ αυτούς που δεν πείθονται, και όσο καιρό θα κάθομαι στο θρόνο αυτό, δεν θα εγκαταλείψω κανένα από τα δικαιώματά του. Αν όμως κάποιος με κατεβάσει, τότε θα είμαι ανεύθυνος. Όσο όμως είμαι υπεύθυνος, δεν μπορώ να παραβλέψω, όχι για τη δική μου τιμωρία, αλλά και για τη δική σας σωτηρία, διότι πάρα πολύ αγαπώ τη σωτηρία σας. Γι’ αυτήν πονώ και υποφέρω. (ΕΠΕ, τόμος 15,237-245)