Γνωρίζω ότι πολλοί με κοροϊδεύουν γι’ αυτό, αλλά δεν μετανοώ. Μόνο ας κατορθωθή κάτι περισσότερο. … Ιδού προλέγω, δεν συμβουλεύω πια, αλλά διατάσσω και παραγγέλλω, εκείνος που θέλει ας ακούη, και εκείνος που δεν θέλει ας μη υπακούη. Διότι εάν επιμένετε να κάνετε αυτά, δεν θα ανεχθώ, ούτε θα σας δεχθώ, ούτε θα αφήσω να περάσετε το κατώφλι αυτό. Διότι τί μου χρειάζεται το πλήθος των ασθενών; και τί εάν, διδάσκοντας εσάς, δεν επιτρέπω τα περιττά πράγματα; Αν και βέβαια ο Παύλος δεν επέτρεψε και το χρυσό και τα μαργαριτάρια.
Μας κοροϊδεύουν οι Έλληνες, θεωρούν ότι είναι μύθος τα ιδικά μας. Και στους άνδρες συμβουλεύω τα εξής: να πηγαίνης σε σχολείο για να διδάσκεσαι την πνευματική φιλοσοφία, απομάκρυνε εκείνη την αλαζονεία. Αυτό συμβουλεύω και στους άνδρες και στις γυναίκες και αν κάποιος ενεργή διαφορετικά, στο εξής δεν το ανέχομαι.
Οι μαθητές ήταν δώδεκα, και άκουσε τί λέγει ο Χριστός προς αυτούς: «Μήπως θέλετε και σεις να φύγετε;» Διότι εάν συνέχεια σας κολακεύωμε, πότε θα κερδίσωμε την εύνοιά σας; πότε θα σας ωφελήσομε; Αλλά υπάρχουν, λέγει, άλλες αιρέσεις και μεταπηδούν εκεί. Είναι ψυχρός αυτός ο λόγος. «Είναι ανώτερος ένας υπηρέτης που κάνει το θέλημα του κυρίου του, παρά αμέτρητοι που ενεργούν παράνομα». Διότι και συ, ειπέ μου, τί θέλεις; να έχης πολλούς υπηρέτες δραπέτες και κλέπτες, ή ένα που να διάκειται με συμπάθεια; Εμπρός λοιπόν σας συμβουλεύω και σας προτρέπω, και τον καλλωπισμό του προσώπου και τα σκεύη αυτά να τα συντρίβετε, και στους πτωχούς να δίνετε και να μη εξακολουθήτε να δείχνετε τόση μανία. Εκείνος που θέλει ας μεταπηδά στις αιρέσεις, εκείνος που θέλει ας με κατηγορή. Δέν ανέχομαι κανένα. Όταν θα πρόκειται να κριθώ μπροστά στο βήμα του Χριστού, σεις θα στέκεσθε μακριά καθώς και η δική σας χάρις, αφού σ’ εμένα θα καταλογίζη τις ευθύνες.
Αυτά τα λόγια κατέστρεψαν τα πάντα. Για να μη φύγη, λέγει, και προσέλθη σε άλλη αίρεσι, είναι ασθενής, δείξε συγκατάβασι. Μέχρι ποιό σημείο; μέχρι πότε; μία φορά, και δύο, και τρεις, όχι για πάντα. Ιδού σας προτρέπω και πάλι και σας προειδοποιώ κατά τον μακάριο Παύλο, «Ότι εάν έλθω και πάλι, δεν θα λυπηθώ κανένα». Όταν όμως θα κατορθώσετε αυτά, τότε θα γνωρίσετε πόσο είναι το κέρδος, πόση είναι η ωφέλεια. Ναι, σας παρακαλώ και σας ικετεύω, και δεν θα απέφευγα να εγγίσω τα γόνατά σας, και να καταθέσω την ικετηρία για το σκοπό αυτό. (ΕΠΕ 22,227-231)