Ο προϊστάμενος (κληρικός) κατ’ ανάγκη έχει πολλές αφορμές για μικροψυχίες. Όπως ακριβώς οι ιατροί αναγκάζονται να πικραίνουν πολύ τους ασθενείς, παρασκευάζοντας και φαγητά και φάρμακα, που δεν είναι μεν ευχάριστα, αλλά είναι ωφέλιμα πολύ, και όπως οι πατέρες είναι πολλές φορές ενοχλητικοί στα παιδιά, έτσι και οι διδάσκαλοι, και πολύ περισσότερο. Γιατί ο μεν ιατρός και αν ακόμη είναι μισητός από τον ασθενή, έχει όμως τους συγγενείς και φίλους του με καλές διαθέσεις απέναντί του, και πολλές φορές και τον ίδιο τον ασθενή. Και ο πατέρας δε και από τη φύσι και από τους νόμους της πολιτείας χρησιμοποιεί με πολλή ευκολία την εξουσία εναντίον του παιδιού του˙ και αν ακόμη χωρίς τη θέλησί του το τιμωρήση και το επιπλήξη, κανείς δεν θα τον εμποδίση, αλλ’ ούτε αυτό το ίδιο θα μπορέση να τον ιδή κατά πρόσωπο, στην περίπτωσι όμως του ιερέως είναι μεγάλη η δυσκολία. Κατά πρώτο λοιπόν πρέπει να ασκή την εξουσία του σε ανθρώπους που να τον θέλουν και να τον ευγνωμονούν για την εξουσία του˙ αυτό όμως δεν είναι δυνατό να συμβή γρήγορα. Γιατί αυτός που ελέγχεται και επιτιμάται, όποιος αν είναι, είναι βέβαιο ότι αφού παραμερίση την ευγνωμοσύνη, θα το φέρη βαρέως. Κατά τον ίδιο τρόπο θα ενεργήση και αυτός που συμβουλεύεται και αυτός που νουθετείται και αυτός που προτρέπεται.
Αν λοιπόν ειπώ, δαπάνησε χρήματα γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη, είπα κάτι δυσάρεστο και ενοχλητικό. Αν ειπώ, κόψε την οργή, σβήσε το θυμό, σταμάτησε τις ανόητες επιθυμίες, περιόρισε ένα μικρό μέρος των απολαύσεων, όλα είναι ενοχλητικά και δυσάρεστα. Και αν τιμωρήσω τον αδιάφορο ή τον εκδιώξω από την εκκλησία ή τον εμποδίσω από την κοινή προσευχή, στενοχωρείται, όχι γιατί έχει εκπέσει από αυτά, αλλά για την εντροπή μπροστά στον κόσμο. Και αυτό βέβαια είναι αύξησις της ασθενείας, επειδή όταν μας εμποδίζουν τα πνευματικά, δεν στενοχωρούμασθε για τη στέρησι αυτών των αγαθών, αλλά για την εντροπή μας μπροστά σ’ εκείνους που μας βλέπουν. Δεν τρέμομε, ούτε φοβούμασθε το πράγμα. Γι’ αυτό συνέχεια ο Παύλος λέγει πολλά γι’ αυτούς. Και ο μεν Χριστός υπέταξε αυτούς με τόση ανάγκη, ώστε να ειπή˙ «Στο διδασκαλικό θρόνο του Μωυσέως εκάθισαν οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι. Όλα λοιπόν, όσα σας λέγουν να φυλάσσετε, να τα φυλάσσετε. Μη πράττετε όμως σύμφωνα με τα έργα τους». Και πάλι, όταν εθεράπευσε το λεπρό, έλεγε˙ «Πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο, που διέταξε ο Μωυσής, για απόδειξι σε αυτούς». Και όμως εσύ λέγεις, ότι «Κάνετε αυτόν τέκνο της κολάσεως διπλάσια από σας». Γι’ αυτό είπα, λέγει, «Εκείνα που πράττουν, μη τα πράττετε». Απέκλεισε δηλαδή κάθε δικαιολογία από τον αρχόμενο.
Και ο Παύλος όταν έγραφε στον Τιμόθεο, έλεγε˙ «Όσοι πρεσβύτεροι είναι καλοί προεστοί, είναι άξιοι για διπλή τιμή». Και προς τους Εβραίους όταν έγραφε, έλεγε˙ «Πείθεσθε στους προϊσταμένους σας και υποτάσσεσθε». Και εδώ πάλι λέγει˙ «Σας παρακαλούμε όμως, αδελφοί, να αναγνωρίζετε αυτούς, που κοπιάζουν μεταξύ σας, και είναι κατά Χριστό προϊστάμενοί σας». Επειδή λοιπόν είπε, «Οικοδομείτε ο ένας σας τον άλλο», για να μη νομίσουν, ότι τους ανύψωσε αυτούς στο αξίωμα των διδασκάλων, επρόσθεσε, αλλ’ όμως προσέχετε, διότι και σας επέτρεψα να οικοδομήτε ο ένας τον άλλο, γιατί δεν είναι δυνατό ο διδάσκαλος να ειπή τα πάντα. «Εκείνους», λέγει, «που κοπιάζουν μεταξύ σας και είναι κατά Χριστό προϊστάμενοί σας και σας συμβουλεύουν». Και πώς δεν είναι παράλογο, λέγει; Αν βέβαια είναι προϊστάμενός σου άνθρωπος ως προς άνθρωπο, τα πάντα κάνεις, και του αναγνωρίζεις κάθε ευγνωμοσύνη, αυτός όμως είναι προϊστάμενός σου ως προς τον Θεό και δεν τον ευγνωμονείς; Και πώς είναι προϊστάμενος λέγει; Διότι προσεύχεται για χάρι σου, σε εξυπηρετεί στην πνευματική δωρεά που έρχεται δια του βαπτίσματος, σε επισκέπτεται, σε συμβουλεύει και σε νουθετεί, τα μεσάνυκτα, αν τον καλέσης, θα έλθη, τίποτε άλλο παρά μόνο είναι στη διάθεσι του στόματός σου και υποφέρει τις βλασφημίες σου. Ποιά ανάγκη είχε; καλώς έκαμε, ή κακώς; Εσύ έχεις και γυναίκα και ζης με απολαύσεις και προτιμάς τη ζωή του εμπόρου, ο ιερεύς όμως είναι απασχολημένος σ’ αυτό το έργο˙ δεν υπάρχει σ’ αυτόν άλλη ζωή, αλλ’ είναι απασχολημένος στην εκκλησία.
«Να τους τιμάτε», λέγει, «με το παραπάνω από αγάπη για το έργο τους. Ειρηνεύετε μεταξύ σας». Βλέπεις πώς γνωρίζει ότι υπήρχαν μικροψυχίες; Όχι απλώς, λέγει, να τους αγαπάτε, αλλά με το παραπάνω, όπως τα παιδιά τους πατέρες τους. Γιατί μέσω αυτών εγεννηθήκατε την αιώνιο γέννησι, με αυτούς επετύχατε τη βασιλεία, με τα χέρια αυτών γίνονται όλα, με αυτούς σας ανοίγονται οι πύλες του ουρανού. Κανένας ας μη στασιάζη, κανένας ας μη φιλονεική. Εκείνος που αγαπά τον Χριστό, όποιος και αν θα είναι ο ιερεύς, θα αγαπήση αυτόν, γιατί με αυτόν επέτυχε τα φρικτά μυστήρια. Ειπέ μου, εάν θελήσης να ιδής τα ανάκτορα που λάμπουν από τον πολύ χρυσό και που αστράπτουν από τη λάμψι των πολυτίμων λίθων, και εύρισκες εκείνον που έχει τα κλειδιά, ο οποίος ύστερα από παράκλησί σου αμέσως άνοιγε και σε οδηγούσε μέσα, δεν θα επροτιμούσες αυτόν περισσότερο από όλους; δεν θα τον αγαπούσες ίσα με τα μάτια σου; δεν θα τον εσυμπαθούσες; Τον ουρανό σου έχει ανοίξει αυτός και δεν τον αγαπάς και δεν τον περιποιείσαι; Εάν έχης γυναίκα, δεν αγαπάς περισσότερο από όλους εκείνον που σου την επροξένησε; Έτσι, εάν αγαπάς τον Χριστό, εάν αγαπάς τη βασιλεία των ουρανών, αναγνώρισε με ποιους απέκτησες αυτήν. Γι’ αυτό λέγει, «Για το έργο τους˙ ειρηνεύετε με αυτούς».
«Σας παρακαλούμε όμως, αδελφοί, νουθετείτε τους ατάκτους, παρηγορείτε τους δειλούς, στηρίζετε τους ασθενείς, γίνεσθε ανεκτικοί προς όλους». Εδώ απευθύνεται προς τους προϊσταμένους. «Νουθετείτε», λέγει, «τους ατάκτους». Μη τους επιπλήσσετε, λέγει, από θέσεως εξουσίας, ούτε με αυθάδεια, αλλά με σκοπό να τους νουθετήσετε. «Παρηγορείτε τους δειλούς, στηρίζετε τους ασθενείς, γίνεσθε ανεκτικοί προς όλους». Γιατί εκείνος που επιπλήσσεται αυστηρά, επειδή έχει ευρεθή σε απόγνωσι, γίνεται θρασύτερος, περιφρονώντας όλα. Γι’ αυτό πρέπει με τη νουθεσία να παρασκευάζωμε ευχάριστο το φάρμακο. Ποιοί όμως είναι οι άτακτοι; Όλοι όσοι πράττουν αντίθετα προς το θέλημα του Θεού. Γιατί υπάρχει τάξις και η τάξις αυτή της εκκλησίας πρέπει να εφαρμόζεται περισσότερο από τη στρατιωτική. Επομένως και ο υβριστής είναι άτακτος, και ο μέθυσος άτακτος και ο πλεονέκτης και όλοι που αμαρτάνουν, γιατί δεν βαδίζουν στη φάλαγγα με τάξι, αλλά άτακτα και τρέπονται προς άλλο μέρος. Αλλά υπάρχει και άλλο είδος από τα κακά, όχι μεν τέτοιο, κακία όμως και αυτό, η μικροψυχία δηλαδή. Καθόσον και αυτή καταστρέφει όμοια με την αδιαφορία. Όποιος δεν ανέχεται την ύβρι, είναι ολιγόψυχος˙ όποιος δεν αντέχει τον πειρασμό, είναι ολιγόψυχος. Αυτός είναι εκείνος που έχει σπαρή επάνω στην πέτρα. Υπάρχει και άλλο είδος, η ασθένεια. «Στηρίζετε, λέγει, τους ασθενείς». Ασθένεια όμως γίνεται ως προς την πίστι.
Αλλά πρόσεχε πως δεν αφήνει να περιφρονούνται αυτοί. Και αλλού γράφοντας έλεγε˙ «Τους ασθενείς κατά την πίστι να τους δέχεσθε». Γιατί και στα δικά μας σώματα το μέρος που ασθενεί δεν το αφήνομε να καταστροφή. «Γίνεσθε ανεκτικοί», λέγει, «προς όλους». Και προς τους ατάκτους; Και προς αυτούς και μάλιστα πάρα πολύ. Γιατί τίποτε δεν είναι ίσο με το φάρμακο αυτό της μακροθυμίας κυρίως στο διδάσκαλο, τίποτε δεν είναι τόσο κατάλληλο για τους αρχομένους. Όλους μπορεί να τους μεταστρέψη, όλους να τους κάνη να νιώσουν εντροπή και εκείνον που από όλους είναι πιο άγριος και αναίσχυντος. (EΠE 22,549-555)